Thursday, 16 October 2014
Sunday, 20 July 2014
Φάλκονερ, John Cheever (1975)
Μια καταιγίδα μπορεί να προμηνύει ο,τιδήποτε, ευελπιστούσε. Προμηνύει ψύχρα, ζέστη, μια μέρα που η διαύγεια του φωτός της σε παρασύρει ώρα με την ώρα. Και τότε άρχισε να βρέχει. Βροχή ραγδαία έπεφτε στις φυλακές και σε εκείνο το μέρος του κόσμου. Μα κράτησε μόνο δέκα λεπτά. Και τότε η βροχή, η μπόρα κίνησε ευτυχώς προς τον Βορρά και αστραπιαία, φευγαλέα, εκείνη η βαριά και έντονη μυρωδιά που γεννά η βροχή πέταξε ψηλά και έφτασε εκεί που βρισκόταν ο Φάραγκατ, στο σιδερόφραχτο παράθυρό του. Ανέκαθεν αντιδρούσε με τη μεγάλη -μεγάλη, ναι- μύτη του, σε αυτή τη διαπεραστική οσμή οπουδήποτε κι αν βρισκόταν - φωνάζοντας, κουνώντας τα χέρια, πίνοντας ένα ποτό. Τώρα φάνηκε μόνο ένα ίχνος, μια μνήμη αυτής της αρχέγονης έξαψης, μα επισκιάστηκε βασανιστικά από τα κάγκελα. Ξαναγύρισε στο κρεβάτι του και αποκοιμήθηκε ακούγοντας το νερό να στάζει από τις υπερυψωμένες σκοπιές.
John Cheever, Φάλκονερ (1975)
μτφρ. Ιλαέιρα Διονυσοπούλου για τις εκδόσεις Καστανιώτη (2014)
Wednesday, 16 July 2014
Τα εννέα πένθιμα χτυπήματα, Dorothy Sayers (1934)
Αυτή τη φορά ακολούθησαν τη νότια όχθη, δηλαδή, την όχθη από την πλευρά του Φεντσερτς. Το ανάχωμα και το κανάλι είχαν ξεχελισει και κατά τόπους το νερό λίμναζε στους στους μουσκεμένους αγρούς, που δεν απείχαν πολύ από το να μετατραπούν σε έναν έρημο βάλτο, όπως ήταν τα παλιά χρόνια. Ο μακρύς ευθύς δρόμος ήταν σχετικά έρημος. Διασταυρώθηκαν με ένα σαραβαλιασμένο καταλασπωμένο αυτοκίνητο που κάθε τόσο έπεφτε στις λακκούβες τινάζοντας γύρω του τα νερά. Πιο κάτω συνάντησαν ένα βραδυκίνητο κάρο, φορτωμένο με κτηνοτροφικά τεύτλα, του οποίου ο αγωγιάτης μάταια προσπαθούσε να προστατευτεί από τη βροχή, ζαρωμένος κάτω από ένα μουσκεμένο τσουβάλι, δίχως να βλέπει και δίχως να ακούει τα οχήματα που τον προσπερνούσαν. Είδαν έναν μοναχικό ξωμάχο, σκυφτό από τους ρευματισμούς, να σέρνει το αργό βήμα του στον δρόμο της επιστροφής, με το όνειρο μιας ζεστής φωτιάς και μιας μπίρας στο πλησιέστερο καπηλειό. Ο υγρός αέρας ήταν τόσο πηχτός που μόνο όταν πέρασαν το Φρογκ'ς Μπριτζ έφτασε στα αυτιά τους ο γλυκός και υπόκωφος μεταλλικός ήχος, που τους πληροφόρησε ότι οι κωδωνοκρούστες έκαναν πρόβα για τη χριστουγεννιάτικη κωδωνοκρουσία. Ο ήχος ταξίδευε μες την αδιάκοπη βροχή σκορπίζοντας μια οδυνηρά αβάσταχτη μελαγχολία, θαρρείς και σήμαιναν οι καμπάνες μιας βουλιαγμένης πολιτείας, πολεμώντας να ακουστούν κάτω από την επιφάνεια του αδυσώπητου νερού.
Dorothy Sayers, Τα επτά πένθιμα χτυπήματα (1934)
μτφρ. Παλμύρα Ισμυρίδου για τις εκδόσεις Άγρα (2012)
Monday, 23 June 2014
Η βροχή από το παράθυρο της κουζίνας
Άθελά
μου τινάζομαι όταν τα παράσιτα διακόπτουν
απότομα τα παραπονιάρικα ακόρντα του
Ντίλαν. Μετά από μια σύντομη προσπάθεια
να ξαναβρώ τη συχνότητα, η οποία καταλήγει
σε αποτυχία, κλείνω το ράδιο εντελώς
και ξαναπιάνω το μαχαίρι. Όρθια μπροστά
στο νεροχύτη τώρα, κόβοντας τις μελιτζάνες
σε λεπτές φέτες, μπορώ να ακούσω τον ήχο
μακρινών βροντών να διακόπτει την σιωπή
του σπιτιού. Ανοίγω το μάτι της κουζίνας
και ρίχνω μια ματιά από το παράθυρο, τα
βαριά σύννεφα που έχουν μαζευτεί
χαμηλώνουν τον ουρανό.
Θυμάμαι ότι στο μετεωρολογικό δελτίο
είπαν για νεροποντές, κάτι που συμβαίνει
συχνά το καλοκαίρι, ιδίως τα τελευταία
χρόνια. Βάζω το τηγάνι στο πυρωμένο μάτι
και ξαναδοκιμάζω το ραδιόφωνο, μάταια.
Στο
μουσακά, την μελιτζάνα δεν χρειάζεται
να την αλευρώνεις, μου έλεγε, τσάμπα
κόπος, άσε που το λάδι μαζεύει αλεύρι,
καίγεται και πικρίζει μετά. Γεμίζω το
τηγάνι με μελιτζάνες, βάζω τον απορροφητήρα
τέρμα και ξαναπιάνω το ράδιο με βιαστικές
κινήσεις. Σε λίγο θα αρχίσει να βρέχει.
Όταν μαγειρεύεις πρέπει να έχεις το νου
σου στο φαί σου, όχι να κουτσουλάς από
'δω κι από 'κει, μία-μία οι δουλειές,
αλλιώς όλα στραβά θα τα κάνεις. Αυτήν
την κουβέντα θυμάμαι ότι την άκουγα από
τότε που πήγαινα στο Δημοτικό και τη
βοηθούσα, όποτε είχαμε τραπέζι στις
αδελφές της και τις οικογένειές τους,
αλλά και μετά, αφού παντρεύτηκα και
άνοιξα το δικό μου σπίτι. Κάθε φορά που
ερχόταν επίσκεψη, συνήθως με την θεία
Ευτέρπη που κι εκείνη είχε χηρέψει
αρκετά χρόνια πριν, έμπαινε στην κουζίνα
μου και άρχιζε τη μουρμούρα, δεν μπορούσε
να καταλάβει πως ήταν δυνατό να μαγειρεύω
και ταυτόχρονα να βάζω πλυντήριο και
να προετοιμάζω τα μαθήματα της επόμενης
ημέρας. Όταν τηγάνιζε εκείνη, στεκόταν
κέρβερος πάνω από το τηγάνι, δεν έκανε
βήμα μέχρι να τελειώσει αψηφώντας την
κάψα της φωτιάς, την ορθοστασία, καθώς
και την τσίκνα από το φαγητό. Κι έτσι,
όταν γύριζα από το σχολείο κι έσκυβε να
με φιλήσει, μύριζα την μυρωδιά της
τηγανιτής μελιτζάνας στα μαλλιά της
και καταλάβαινα πως είχαμε μουσακά για
μεσημεριανό.
Τον
λάτρευα, ήταν το αγαπημένο μου φαγητό,
και το ότι δεν είναι δυνατό να τον γευτώ
πλέον το νιώθω σαν ένα μεγάλο κενό, μια
τρύπα, μισοκαλυμμένη από χαρτόνια και
λαμαρίνες, που μου θυμίζει την παρουσία
της κάθε φορά που περνάω καλοκαίρι έξω
από σπίτι που μαγειρεύουν κι ο αέρας
μοσχοβολάει μαγειρεμένο κιμά σε σάλτσα
ντομάτας. Εκείνης, όμως, ο δικός μου
μουσακάς δεν της άρεσε. Κάθε φορά που
τον έτρωγε, του έβρισκε άλλα μειονεκτήματα:
η μπεσαμέλ ήταν πολύ σφιχτή ή παχιά, ο
κιμάς ανάλατος, οι μελιτζάνες ωμές ή
λιωμένες. Αν και δεν υπήρξε ποτέ
λιτοδίαιτη, έπαιρνε πάντα ένα μικρό
κομμάτι και, αφού το έτρωγε με τα χίλια
ζόρια, με συμβούλευε να μην παιδεύομαι
με τόσο μπελαλίδικα φαγητά, εγώ που είχα
τόσα τρεχάματα και σκοτούρες. Όποτε
θέλαμε να φάμε μουσακά ας την έπαιρνα
τηλέφωνο και θα μου τον έφτιαχνε εκείνη.
Την ακολούθησα την συμβουλή της, της
τηλεφωνούσα και την επόμενη μέρα πέρναγα
από το πατρικό μου, για να παραλάβω ένα
μεγάλο ταψί και να φύγω βιαστική για το
σπίτι, όπου τα παιδιά περίμεναν πως και
πως τον μουσακά της γιαγιάς. Πριν από
τέσσερα χρόνια, όμως, μου παρέδωσε έναν
λαχταριστό μουσακά που έκρυβε μια
δυσάρεστη έκπληξη. Το πρόβλημα
αποκαλύφθηκε, όταν επιχείρησα να τον
κόψω. Το μαχαίρι δεν προχωρούσε απρόσκοπτα
χωρίζοντας σε μερίδες την μελάτη μάζα,
έβρισκε αντίσταση κάνοντας το σερβίρισμα
του φαγητού αρκετά δύσκολη υπόθεση,
διότι η μητέρα μου είχε ξεχάσει να
περάσει τις μελιτζάνες από το τηγάνι.
Όταν της το είπα στο τηλέφωνο, έμεινε
άφωνη κι εγώ να κρατάω το ακουστικό στο
αυτί μου περιμένοντας να πει κάτι, κι
αφού πέρασαν ένα-δυο λεπτά έτσι, της
είπα πως δεν χάθηκε κι ο κόσμος και πως
εμείς τον μουσακά τον είχαμε φάει ούτως
ή άλλως και πως ήταν πεντανόστιμος,
πράγμα που ήταν πέρα για πέρα αλήθεια.
Έτσι σιωπηλή είχε απομείνει και αρκετούς
μήνες αργότερα, όταν κατά τη διάρκεια
ενός ακόμα τηλεφωνικού διαλόγου μας
αποδείχτηκε ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί
το όνομα του μικρού μου γιου, αν και
επρόκειτο για το όνομα του άντρα της
καθώς και, συμπτωματικά, του πατέρα της.
Για ώρα αφού είχαμε κλείσει το τηλέφωνο,
την φανταζόμουν καθισμένη στην πολυθρόνα,
μπροστά στην κλειστή τηλεόραση, με τα
παχουλά της χέρια σταυρωμένα κάτω από
το στήθος, να αναρωτιέται πως στο καλό
γινόταν αυτό, πώς ήταν δυνατόν αυτή, η
κατά κοινή ομολογία τετραπέρατη, η
διαόλα, με μυαλό ξυράφι, τελευταία να
ξεχνάει τόσο πολλά πράγματα.
Λίγο
πριν πεθάνει, η ασθένεια είχε προχωρήσει
τόσο πολύ, που δεν αναγνώριζε κανένα
από τα παιδιά μου. Στις αρχές τα αγόρια
έρχονταν μαζί μου, όταν πήγαινα να την
επισκεφτώ στο ίδρυμα. Όταν, όμως, εκείνη
έπαψε να καταλαβαίνει ποιοι είναι,
σταμάτησα να τους παίρνω μαζί, παρά τις
διαμαρτυρίες τους. Δεν ήθελα να την
βλέπουν να τους χαμογελά σαν αγαθιάρα
γριούλα με άδειο βλέμμα, δεν ήθελα να
έχουν τέτοιου είδους αναμνήσεις από
εκείνη. Επιπλέον, ο γιατρός με είχε
προειδοποιήσει ότι η κατάστασή της θα
επιδεινώνονταν ταχύτατα και έπρεπε να
είμαι προετοιμασμένη για τα χειρότερα,
τα οποία δεν επιθυμούσα σε καμία περίπτωση
να εκθέσω στα μάτια των παιδιών μου.
Εμένα,
πάντως, με καταλάβαινε ποια είμαι μέχρι
το τέλος, καλώς το κοριτσάκι μου έλεγε
πάντα, μόλις με έβλεπε να καταφθάνω
φουριόζα. Μου χάιδευε τα μαλλιά. Κατά
την διάρκεια της επίσκεψής μου στο
ίδρυμα, πήγαινα μεσημέρι αμέσως μετά
τη δουλειά, αναλάμβανα το φαγητό της,
διώχνοντας την γυναίκα που ερχόταν με
το δίσκο. Παρόλο που η μητέρα μου δεν
έφτασε ποτέ στο να μην μπορεί να
ικανοποιήσει μόνη της τις βασικές
σωματικές της ανάγκες, όπως συμβαίνει
συνήθως με τους ασθενείς Αλτσχάιμερ,
έπρεπε πάντα να βρίσκεται κάποιος κοντά
της την ώρα του φαγητού, αλλιώς θα έμενε
νηστική. Καθόμασταν στην τραπεζαρία,
στο πιο απομονωμένο τραπέζι, έκοβα το
φαγητό σε μικρά κομμάτια, έβαζα νερό
στο ποτήρι, τσιμπούσα τις μπουκιές με
το πιρούνι και της το έδινα στο χέρι. Με
παντελή αδιαφορία για το φαγητό, εκείνη
έστρεφε το ενδιαφέρον της στα σχέδια
του πλαστικού τραπεζομάντιλου, στις
χαρτοπετσέτες ή στα άλατα πάνω στο
θολωμένο γυαλί του ποτηριού, ξεχνώντας
να μασήσει την τροφή, που την είχα
θερμοπαρακαλέσει να βάλει στο στόμα
της. Ο γολγοθάς του μεσημεριανού διαρκούσε
πάνω από μία ώρα, ακόμα και όταν το γεύμα
περιλάμβανε κάποια από τα αγαπημένα
της φαγητά. Τις ημέρες που σερβίριζαν
μουσακά, είχα ζητήσει να της φτιάχνουν
κάτι άλλο, κάτι απλό, για παράδειγμα
μακαρόνια με τριμμένο τυρί ή αυγά
τηγανιτά, πράγμα που η υπεύθυνη σίτισης
είχε αποδεχτεί γκρινιάζοντας, μετά από
πολλά παρακάλια.
Ομολογώ
ότι εκείνον τον καιρό το συναίσθημα που
κυριαρχούσε μέσα μου δεν ήταν η λύπη,
αλλά ο φόβος. Φοβόμουν τόσο πολύ για την
εξέλιξη της κατάστασής της, που έμενα
μαζί της πολύ λιγότερη ώρα από όση ήθελα,
αποφεύγοντας συστηματικά διαλόγους
και κουβέντες που θα μου έδειχναν με
τρόπο εξαιρετικά πειστικό, πέρα από
κάθε αμφιβολία και ελπίδα, το ότι το
μυαλό και ολόκληρο το νευρικό της σύστημα
όδευε ολοταχώς και χωρίς δυνατότητα
πισωγυρίσματος προς την πλήρη αποσύνθεση.
Έφευγα αμέσως μετά το γεύμα, προφασιζόμενη
ατελείωτες δουλειές στο σπίτι και το
σχολείο και δίνοντας υπόσχεση πως θα
έμενα την επόμενη φορά, όταν άκουγα το
κάτσε μωρέ παιδί μου να τα πούμε λιγάκι
με φωνή πολύ πιο γλυκιά από την κανονική
της, που είχε συχνά-πυκνά ένα ολοφάνερο τόνο
αυταρχικότητας. Αν και έμεινε στο ίδρυμα
πάνω από ένα χρόνο, αυτή η επόμενη φορά
δεν κατάφερε ποτέ να έρθει, αφού, όσο
εγώ προσπαθούσα να αποδεχτώ την σταδιακή
ανυπαρξία της μητέρας μου, η καρδιά της
αποφάσισε να σταματήσει να χτυπά.
Οι
μελιτζάνες καίγονται στο τηγάνι και η
κουζίνα έχει γεμίσει καπνό. Παρατάω το
βουβό ραδιόφωνο που με παιδεύει εδώ και ώρα
και τρέχω να ανοίξω το παράθυρο. Παρά
τον θόρυβο που κάνει ο απορροφητήρας,
ακούω το βουητό της δυνατής βροχή, το
χτύπημα των σταγόνων στα φύλλα των
δέντρων και τις τέντες. Κλείνω τα τζάμια
βιαστικά, αδιαφορώντας για την κάπνα,
αλλά δεν μπορώ να τον αποφύγω πια. Ο ήχος
της βροχής γεμίζει το ολόκληρο σπίτι
λεκιάζοντας το μπλε ρουά μεταξωτό
φουστάνι που φόραγε η μητέρα μου στην
ορκωμοσία μου, καθώς και στην κηδεία
της, εκείνο το απόγευμα του Ιούνη, με
λοξές, σκουρόχρωμες ριπές.
Friday, 30 May 2014
American vintage rain (1940s-1960s)
Wednesday, 21 May 2014
Αργολική βροχή
Γυρίζω
το κλειδί στην πόρτα. Σκοτάδι, επιτέλους.
Στο δροσερό δωμάτιο, ο αέρας μυρίζει
κλεισούρα. Πίσω από τον τοίχο, μία
γυναικεία φωνή τραγουδά ένα νανούρισμα.
Το μωρό είναι ήσυχο, δεν κλαίει, μόνο
ο βήχας του ακούγεται που και που. Κι
όμως, η παράφωνη παραμάνα επιμένει δίπλα
στο κοιμισμένο μωρό. Ξαπλώνω στο διπλό
κρεβάτι και το σεντόνι γδέρνει το
φουντωμένο μου μάγουλο μέσα σε χαυνωτικούς
ατμούς πράσινου σαπουνιού. Μάτια
πονεμένα από το φως. Τα κλείνω και ο
ήλιος με τυφλώνει με τις κάθετες αχτίνες
που έκαιγαν το χώμα και έκαναν τα χαλίκια
να τρίζουν κάτω από τις σόλες μου.
Καταμεσήμερο, γαλάζιος και λαμπερός, ο
ουρανός χωρίς ούτε ένα σύννεφο. Ούτε
ένα τόσο δα συννεφάκι, θα χορτάσουμε
λιακάδα εδώ κακαρίζει όλη την ώρα η Άννε
με ανοιγμένα τα κουμπιά του πουκαμίσου
της και τις μασχάλες μουσκεμένες.
Φοβόμουνα
μην παραπατήσω, βάδιζα αργά, η πλάτη του
φορέματος κολλημένη στη ράχη μου, πιο
σκούρα από το υπόλοιπο ρούχο, βαριά.
Αγνοώντας τα επιφωνήματα ενθουσιασμού
που έβγαζε συχνά-πυκνά, τον ακολουθούσα
σαν σκυλάκι, δεν ήθελα να δει την ιδρωμένη
μου πλάτη. Αν έμενα λίγο πίσω κοντοστεκόταν
για να τον φτάσω, με κοιτούσε χαμογελαστά
και καταπρόσωπο, αδύνατο να ξεφύγω.
Έκανα ότι έβρισκα ενδιαφέρον σε όσα
έλεγε, ότι απολάμβανα τις περιποιήσεις
του. Στην ανηφόρα κυνηγούσα τις σκιές
λοξοδρομώντας από το μονοπάτι, αλλά
εκείνος με επανέφερε ακούραστος. Στα
μισά άπλωσε το μαντήλι του πάνω σε μια
επίπεδη πέτρα και με την ψιλή του φωνή
με παρακάλεσε να καθίσω να πάρω μια
ανάσα, επέμενε με τα δυο του φρύδια
σηκωμένα, το βλέμμα του όλο ένταση, ούτε
καν προσπάθησα να αρνηθώ. Εκείνος έμεινε
όρθιος μπροστά μου, να αγναντεύει προς
την κορυφή του λόφου αραδιάζοντας
ατέλειωτες πληροφορίες. Που και που
γύριζε να με κοιτάξει με έμφαση, για να
μου δώσει τον λόγο της τιμής του, άξιζε
τον κόπο πραγματικά, έπρεπε να τον
πιστέψω, όταν θα φτάναμε στο ανάκτορο
θα είχα την μεγάλη ικανοποίηση να θαυμάσω
τον αργολικό κάμπο πέρα ως πέρα, μέχρι
τη θάλασσα.
Η
αίθουσα του θρόνου ήταν έρημη. Μόνοι
εγώ κι αυτός σταθήκαμε δίπλα στη μεγάλη
εστία, ενώ μπροστά μας απλώνονταν ελιές
και πορτοκαλιές στοιχισμένες σε
παράλληλες γραμμές. Έβγαλα
το καπέλο για να στεγνώσω τα μαλλιά μου
στην χλιαρή αύρα που κουνούσε τις
φυλλωσιές των δέντρων, κάνοντας τες να
αλλάζουν χρώματα. Αφού μίλησε λίγο για
τον άνακτα και το ανάκτορο, δήλωσε ότι
θα σιωπήσει, ώστε να μπορέσω να βιώσω
το μεγαλείο το χώρου χωρίς την παραμικρή
ενόχληση. Στεκόταν δίπλα μου, τα μπράτσα
μας σχεδόν ακουμπούσαν. Δεν υπήρχε
πουθενά μέρος να καθίσω και μετά από
λίγο του ζήτησα να επιστρέψουμε.
Τον
βασιλικό τάφο τον είχε αφήσει για το
τέλος, είπε πως το έκανε με σκοπό να με
εντυπωσιάσει. Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε.
Προπορευόταν, με περίμενε εκεί που το
δρομάκι γινόταν απότομο και άπλωνε ένα
μικρό και ιδρωμένο χέρι για να με
βοηθήσει. Ελάχιστες ήταν οι φορές που
γλίτωσα από το σφιχτό του γράπωμα.
Μπροστά στον πέτρινο θόλο σταμάτησε,
ήταν φανερό ότι σκόπευε να μου προσφέρει
όλες τις επιστημονικές επεξηγήσεις κι
ερμηνείες πριν μπούμε στον τάφο. Καθώς
κατηφόριζα προς το πλάτωμα αποφάσισα
να μην κάτσω να τον ακούσω, προσπέρασα
και μπήκα πρώτη. Στην απόλυτη ησυχία.
Στο μισοσκόταδο. Στον ψυχρό αέρα που
δονούνταν υπνωτιστικά κι έκανε το δέρμα
μου να μυρμηγκιάζει. Ο ήχος των βημάτων
μου γέμισε το χώρο. Στάθηκα κάτω από το
κέντρο του θόλου, που χανόταν στην σκιά.
Στιγμή τη στιγμή ο μυστικός παλμός
στάλαζε μοναξιά. Όταν μπήκε κι αυτός,
θαρρώ μετά από αρκετή ώρα, με βρήκε να
κάθομαι στο χώμα με την πλάτη ακουμπισμένη
στον γιγαντιαίο τοίχο. Δεν ξέρω αν είδε
το γυμνό στήθος ή το συσπασμένο πρόσωπό
μου μέσα στο ελάχιστο φως. Κοντοστάθηκε
για μερικά δευτερόλεπτα, απομακρύνθηκε
με αργά βήματα, πισωπατώντας, χωρίς να
πει λέξη. Όταν η σιλουέτα του χάθηκε από
το φωτεινό άνοιγμα, τον κάλεσα με το
όνομά του δύο φορές, ίσως και τρεις, αλλά
δεν πήρα καμία απάντηση.
Τον
βρήκα να περιμένει δίπλα στο αμάξι.
Έσκυψα και τίναξα τον ποδόγυρο του
φουστανιού μου, που είχε γεμίσει λεπτό
χώμα. Τα μπράτσα μου γυάλιζαν από τον
ιδρώτα. Ο καροτσιέρης γύρισε και χωρίς
προκάλυψη κοίταξε τα πόδια μου, στράφηκα
προς το μέρος του και άρχισε τα χαμόγελα,
είπε κάτι στα ελληνικά. Χαμογέλασα κι
εγώ, εξάλλου δεν ήταν λίγες οι φορές
που, από το πρωί, είχα θαυμάσει τις γάμπες
του, έτσι όπως ξεπρόβαλαν μακριές κάτω
από αυτήν την φούστα. 'Οταν μπήκα στην
άμαξα, ο Κωσταντίνος δε με ακολούθησε.
Έβαλε το βαμβακερό μαντίλι στο κεφάλι,
κάτω από το καπέλο του, και σκαρφάλωσε
δίπλα στον οδηγό, με τον οποίο αντάλλαξε
κάποιες κουβέντες, κι έπειτα βυθίστηκε
στην σιωπή. Όταν φτάσαμε στο ξενοδοχείο,
όσο ο αμαξάς με βοηθούσε να κατέβω,
παραπάτησα στο σκαλάκι κι έπεσα στην
ανοιγμένη του αγκαλιά.
Ο
άλλος είχε ήδη ξεπεζέψει. Στην είσοδο
του ξενοδοχείου με αποχαιρέτησε με λίγα
λόγια και μία σύντομη υπόκλιση. Πριν
προλάβει να φύγει, του ζήτησα να έρθει
και αύριο το πρωί, και μάλιστα νωρίς
γιατί η ζέστη μου έκοβε τα γόνατα, όπως
θα είχε προσέξει και ο ίδιος. Επιθυμούσα
να επισκεφθώ και την Τίρυνθα και σκόπευα
να διπλασιάσω την αμοιβή του. Όσο το
σκεφτόταν, τους είδα μέσα από την μεγάλη
τζαμαρία. Κάθονταν σε ένα διθέσιο καναπέ
κάτω από το κεντρικό κλιμακοστάσιο και
χάζευαν, με κεφάλια σχεδόν ενωμένα, ένα
μεγάλο άλμπουμ. Τελικά, ο Κωνσταντίνος
αποχώρησε, αφού δέχτηκε την πρότασή
μου. Ο λακές του ξενοδοχείου ήρθε
τρέχοντας να μου ανοίξει την πόρτα, και
τη στιγμή που ο μαιτρ με ρωτούσε αν θα
ήθελα κάποιο δροσιστικό ποτό, τους είδαν
να βαδίζουν βιαστικά, για να με υποδεχτούν.
Εκείνη κοίταξε τα ρούχα μου με γουρλωμένα
μάτια και μου ζήτησε την άδεια να πάει
να μου ετοιμάσει αμέσως μία αλλαξιά.
Της την έδωσα κι έφυγε τρεχάτη για τον
δεύτερο όροφο. Όταν μείναμε οι δυο μας,
απέρριψα την πρόταση του Γιόχαν να
ανέβει αργότερα στο δωμάτιό μου. Ο ήλιος
μου είχε φέρει πονοκέφαλο. Δεν επέμεινε.
Καθόλου.
Η
Άννε είχε απλώσει το μπλε φουστάνι,
καθαρά εσώρουχα και κάλτσες στο κρεβάτι.
Με περίμενε μισοξαπλωμένη στην πολυθρόνα,
διαβάζοντας ένα από τα βιβλία μου, που
το άφησε να πέσει στο πάτωμα, μόλις
μπήκα. Είπε ότι είχε ετοιμάσει το μπάνιο
και, χωρίς να με ρωτήσει, έπιασε να μου
λύνει τα μαλλιά και να με ξεκουμπώνει.
Φώναζε ότι φέρθηκα απρόσεκτα και άφησα
τον ήλιο να κάψει το λευκό μου δέρμα.
Όμως, χαμήλωσε τη φωνή της, ήμουνα πολύ
τυχερή που την είχα κοντά μου. Είχε μία
αλοιφή πραγματικά θαυματουργή, της την
είχε δώσει η μάνα της κι ευτυχώς είχε
προνοήσει να την κουβαλήσει μαζί της
στο ταξίδι. Έφυγε μουτρωμένη όταν
αρνήθηκα το κατάπλασμα και την έδιωξα
χωρίς δικαιολογία.
Μετά
το δείπνο στη βεράντα του δωματίου των
Λάιστερ, πάνω από την πολύβουη προκυμαία,
κατάφερα βγω από το ξενοδοχείο, χωρίς
να με πάρει είδηση ο υπάλληλος της
υποδοχής. Είχε πια νυχτώσει και φυσούσε
ένα δροσερό αεράκι που μύριζε αλμύρα.
Κατά μήκος της ακτής, φωτισμένα μαγαζιά
γεμάτα κόσμο, κι αμέτρητοι άνθρωποι να
βολτάρουν μπροστά στις βιτρίνες. Χώθηκα
στο πλήθος, άκουσα φωνές, ψιθύρους και
μουσικές, ένιωσα ανάερες δαντέλες να
με αγγίζουν, μύρισα ταμπάκο και άρωμα
λεβάντας πίσω από αυτιά, ώσπου έφτασα
στην άκρη της αποβάθρας. Εκεί, ένα-δυο
ζευγαράκια κρύβονταν μέσα στις σκιές.
Το λιγοστό φως από το μικρό φανάρι άφηνε
τα αστέρια να λάμψουν με τόση δύναμη,
που σάμπως να χαμήλωναν τον ουράνιο
θόλο βαρύνοντας τον. Θα νόμιζε κανείς
ότι θα μπορούσε να απλώσει το χέρι και
να τον ακουμπήσει, αν δεν ήταν εκείνα
τα πυκνά σύννεφα που είχαν αρχίσει να
μαζεύονται στην ανατολή.
ΝΑΥΠΛΙΟΝ,
τη 28 Σεπτεμβρίου 1893 (Του τακτικού
ανταποκριτού μας)
Προχθές
την Κυριακήν διά της τακτικής εξ Αθηνών
αμαξοστοιχίας ανεμένετο εν τη πόλει
μας η Α.Υ. η πριγκίπισσα του Σαξ-Μάινιγγεν
Καρλόττα ερχομένη εκ Κορίνθου. Πολλοί
περίεργοι προσήλθον εν τω σιδηροδρομικώ
σταθμώ, όπως ίδωσιν την Υψηλήν ξένην,
πλην αντ’ αυτής οι προσελθόντες είδον
ετέραν κυρίαν, κατελθούσαν της
αμαξοστοιχίας και απαρτίζουσαν μεθ’
ετέρου τινός κυρίου το κατώτερον
προσωπικόν της πριγκιπίσσης. Βραδύτερον
εγνώσθη, ότι η Α.Υ. είχε κατέλθει εις
Μυκήνας, όπου επιβάσα αμάξης μετέβη
προς επίσκεψιν του τάφου του Αγαμέμνονος
και είτα εξακολουθούσα το ταξείδιόν
της δι’ αμάξης εν Ναυπλίω και κατέλυσεν
εις το ωραίον και λίαν φιλοκάλως
διεσκευασμένον ξενοδοχείον των «Ξένων».
Την
επομένην, ήτοι χθες, την πρωίαν επεσκέφθη
εφ’ αμάξης την πόλιν και την εγγύς
αρχαίαν Τίρυνθα μεθ’ ο επανήλθεν εις
το ξενοδοχείον, όπου ηυτυχήσαμεν να
ίδωμεν αυτήν χαρτοπαικτούσαν μετά της
ακολουθίας της και λίαν αφελώς και
χαριέντως καπνίζουσαν. Περί την 10ην π.
μ. ώραν καθ’ ην η σεπτή ξένη επρόκειτο
να γευματίση τη διαταγή του αξιοτίμου
δημάρχου μας κ. Γιαννοπούλου, η ήδη
συνισταμένη Φιλαρμονική του Δήμου
μουσική προσελθούσα εν τη κάτωθι του
ξενοδοχείου πλατεία εξετέλεσεν αρκετά
ωραία τεμάχια μέχρι της 12ης της μεσημβρίας,
καθ’ ην επιβάσα μετά της ακολουθίας
της 3 αμαξών απήλθεν υπό τους χαιρετισμούς
του πλήθους εις τον σιδηροδρομικόν
σταθμόν και διά της μεταμεσημβρινής
αμαξοστοιχίας ανεχώρησαν εις Αθήνας.
Την Α.Υ. πλην των εκ Γερμανίας ακολουθούντων
συνώδευσε μέχρις ενταύθα και ο γραμματεύς
της Αγγλικής πρεσβείας λόρδος Λάιστερ.
Οι πάντες κατεθέλχθησαν εκ της αφελείας
και απλότητος της πριγκιπίσσης, ήτις
κατά την πρώτην εσπέραν της ενταύθα
διαμονής της εξήλθεν εν τη προκυμαία
όπου πολλοί αντελήφθησαν Αυτήν καθημένην
χαμαί επί του κρηπιδώματος της προκυμαίας
και ρεμβάζουσαν επί τη θέα των γαληνιαίων
υδάτων του Αργολικού κόλπου. Η σύζυγος
του προσφιλούς πρίγκιπος του Σαξ-Μάινιγγεν
δεν έλειψεν από του να δώση δείγματα
και του φιλελληνισμού της, διότι και
τον αμαξηλάτην της εξέλεξε φουστανελλοφόρον
και εις την μουσικήν επανειλημμένως
παρήγγειλε να παιανίση ελληνικά, δημώδη
άσματα και χορούς, προτιμήσεις, αίτινες
ενεποίησαν ζωηράν εντύπωσιν εις τους
Ναυπλιείς.
Αν και δεν
είναι ούτε δύο το μεσημέρι, στέκομαι
κατάκοπη στην μαρμάρινη είσοδο του
ξενοδοχείου, όσο ο δήμαρχος και η
κουστωδία του μου φιλούν το χέρι και
ζητούν να μεταφέρω τα χαιρετίσματά τους
στον σύζυγό μου. Η Άννε με τον Γιόχαν
παρακολουθούν από την θέση τους δίπλα
στην πόρτα, αμίλητοι. Ο Κωνσταντίνος
δεν έρχεται να με αποχαιρετήσει. Οι
άμαξες, φορτωμένες, περιμένουν στο
δρόμο. Καθώς βαδίζω προς την έξοδο, ακούω
ξεκάθαρα το χτύπημα της βροχής στη
μεγάλη τζαμαρία και μια ομπρέλα να
ανοίγει με θόρυβο πίσω μου. Ανασαίνω
βαθιά και τα ρουθούνια μου γεμίζουν από
τη μυρωδιά του βρεγμένου χώματος μπροστά
στην ξεπλυμμένη από την σκόνη πύλη των
λεόντων.
Wednesday, 7 May 2014
Watercolour rain by John Salminen
Sunday, 27 April 2014
Friday, 11 April 2014
Thursday, 27 March 2014
Εφτά εβδομάδες βροχής
Νάτη
πάλι που'ρχεται σεινάμενη-κουνάμενη,
τάκα-τούκα πάνω σε αυτές τις κόκκινες
γόβες, δε λέει να τις βγάλει τέσσερις
μέρες τώρα, δεν έχω ξαναδεί τόσο κόκκινα
παπούτσια, κόκκινο καρνάδο, όχι σπασμένο,
ούτε κερασί, του κρασιού, ροδί, μπορντώ,
ούτε κεραμιδί, τα γοβάκια της μαμαζέλ
είναι φτιαγμένα από δέρμα κατακόκκινο
κόκκινο, δηλαδή εντελώς πουτανίστικο,
σίγουρα και τα νύχια τον ποδαριών της
ίδιο χρώμα θα τα 'χει βαμμένα, κι όλο εδώ
μέσα μου τριγυρίζει χασκογελώντας,
κύριε τμηματάρχα σας έφερα τις μισθολογικές
καταστάσεις, κύριε τμηματάρχα το καφεδάκι
σας, κύριε τμηματάρχα τι ωραία που τα
λέτε, και δώστου να σκύβει δίπλα του
τάχα να του δείξει που πρέπει να βάλει
την τζίφρα του ο γκαβοτμηματάρχας, και
να του χώνει τα βυζόμπαλα στη μούρη, για
αυτά γιατρεύεται η τύφλα σου σαρδανάπαλε,
κι όλο να κλείνεις τα μάτια και να
ανασαίνεις στενάζοντας σαν μοσχάρι,
σαν σε τυλίγει σύννεφο το πατσουλί που
ρίχνει πάνω της με την νταμιτζάνα, όταν
θα στέκει γυμνή μπροστά στον καθρέφτη
καμαρώνοντας τη σφίξη των κρεάτων της.
Από το πρωί, πέντε φορές μας έχει
κουβαληθεί η κωλοσείστρα, δαγκωνόμουνα
από νωρίς, αλλά δεν άντεξα, μέλι έχει το
γραφείο μας σήμερα Τουλίτσα, βλέφαρο
δεν κούνησε η ψυχρόαιμη, αχ, με συγχωρείτε
που σας ενοχλώ με τόση πολλή δουλειά
που έχετε, βουνό τα έγγραφα στο γραφείο
σας κυρία Σωφρονία μου, αντιγύρισε το
πουταναριό και μου ήρθε να σηκωθώ να
της αστράψω μία ξεγυρισμένη σφαλιάρα,
αλλά κρατήθηκα, ύψιστη αρετή η
αυτοσυγκράτησις έλεγε ο μακαρίτης ο
παππούλης μου, κι έτρωγα τα λυσσακά μου
στο μουγκατό.
Είπε,
όμως, κι ένα σωστό η Τούλα, έχει μαζευτεί
πολύ πράμα, ντάνες τα έγγραφα που ολοένα
ψηλώνουν και δεν μπορώ να τις κοντύνω,
μεγάλο παίδεμα, τα χέρια μου σαν
κουλαμένα, θέλω να κάνω γρήγορα και πάω
σαν τον κάβουρα, όλη μέρα με ασπιρίνες,
βγάζω το χτικιό μέχρι να τελειώσει το
ωράριο, δεν γνωρίζω πια τον εαυτό μου
και λέω πως φταίει αυτή η σάπια υγρασία
που έχει πέσει πάνω μας, πάνε εφτά
βδομάδες που βρέχει χωρίς σταματημό,
τσουρναρίζει μέρα-νύχτα, μούλιασε ο
κόσμος, οι άνθρωποι και τα ντουβάρια,
σουβλιές μου κόβουν τα γόνατα κι ένα
πράμα σαν χταπόδι μου σφίγγει το στήθος.
Δεν θα ήταν έτσι τα πράγματα αν έριχνε
μια άγρια βρόχα να ξεπλυθεί ο τόπος,
πολύ νερό να κυλήσει στους δρόμους, να
πάρει τα χώματα και τα σαπισμένα χόρτα
που φράζουν τα φρεάτια, να αφρίσει στα
κράσπεδα κι ας πλημμυρίσουν οι βρωμερές
κατώγες στην άκρη της πόλης, κοντά στα
νεκροταφεία, κι ας πάρουν τα νερά
μαυρομούρηδες και λεροφορεμένους
ζήτουλες, χαράς το πράγμα δηλαδή, το
πολύ πολύ να χαθούν μερικά σιχαμερά
παράσιτα από το πρόσωπο τούτης της γης.
Αντί όμως το νερό να πέσει μαζεμένο,
βουιστερό σαν καταρράκτης πάνω από την
πόλη, έρχεται σταλάζοντας αργά-αργά,
σαν ύπουλη επιδημία που οι γιατροί δεν
μπορούν να κουλαντρίσουν, εκτός κάθε
ελέγχου, υγρή και πρασινοκίτρινη, με
την παράλυση και την αποβλάκωση ως κύρια
συμπτώματα.
Δεν
είναι, όμως, μόνο η βροχή. Είναι και αυτός
ο ακούραστος χτύπος που νιώθω στα
μηνίγγιά μου κάθε φορά που χώνω τα μούτρα
μου στη χαρτούρα που σωριάζεται μπροστά
μου μέρα με τη μέρα, που ακουμπάω στη
μύτη μου κοκάλινα γυαλιά, αυτά που μάταια
φαγώνεται η σουρτουκοαδελφή μου να τα
αλλάξω, κάθε φορά, που τραβάω από τη
στοίβα μια σελίδα, χειρόγραφη ή εκτυπωμένη,
πατσαβουριασμένη ή κολλαριστή,
μοσχομυριστή ή γαριασμένη, όπως και να
'χει, το ζητούμενο είναι να πληρώνεται
κανείς, δίχως να εργάζεται, αυτός είναι
ο ομολογημένος και ανομολόγητος πόθος
απαξαπάντων εδώ μέσα κι εγώ ο θεματοφύλακας
των αναζητήσεων τους, πρωτοπαλίκαρο
της απαρχής της απουσίας, στυλοβάτης
ακούραστος του φευγιού τους. Για τα
πουλάκια μου τους αδειούχους παλιότερα
κράταγα αρχείο σε ξεχωριστό μπλοκάκι,
δικό μου, το είχα αγοράσει από το
βιβλιοχαρτοπωλείο δίπλα στο φαρμακείο,
μικρού σχήματος να χωράει στην τσάντα
μου, το έπαιρνα στο σπίτι κάθε βράδυ
μήπως μου το βουτήξει κανένα σαΐνι, κάθε
φύλλο του ήταν αφιερωμένο σε έναν από
δαύτους, σε ένα από αυτά τα ατομάκια που
τριγυρίζουν όλη μέρα από γραφείο σε
γραφείο με ένα χαρτί στο χέρι, τάχαμου
πως δουλεύουν, πόσο γρήγορα γέμισαν
εκείνα τα φύλλα αλήθεια, αμέτρητες
αιτήσεις αδειών είχαν κωδικοποιηθεί
και καταχωρηθεί εκεί μέσα, μόνο πρωτόκολλο
που δεν έβαζα, τους είχα όλους φακελωμένους,
με μία ματιά ήξερα τι καπνό φουμάρει
έκαστος, τώρα πια τα παράτησα, έχασα το
λογαριασμό εντελώς. Για το ότι ο στόχος
ολονών είναι να μην προσέρχονται στην
Υπηρεσία δεν χωράει αμφιβολία, η μέγιστη
μαγκιά, όμως, είναι να χαμπαριάσεις
ποιος είναι αυτός που προσπαθεί με την
μεγαλύτερη μανία παίρνοντας άδειες
κανονικές, αναρρωτικές, εκπαιδευτικές,
αιμοδοτικές, εκπαιδευτικές, γονικές,
δικαστικές, εκλογικές, άδειες αμέτρητες,
χαρταρόλες όπου γράφουνε τη ζωή τους
με συνημμένα δικαιολογητικά, άλλες
χωρίς, ώστε να λάβουνε βοήθεια στα
προβλήματά τους από το Κράτος, που σάμπως
είναι ο γονιός τους και πρέπει ντε και
καλά να τους παρασταθεί.
Μέσα
σε όλα αυτά τα κακομοιριασμένα αιτήματα
χασομεροσύνης, υπάρχουν κάποια που τα
ξεχωρίζω, τα βάζω στην άκρη, πάνω από τα
υπόλοιπα, και κάθε φορά που πέφτω πάνω
σε ένα από αυτά τσουτσουρώνω σύγκορμη,
όπως η ανέμελη γάτα που συναντάει στην
στροφή ένα αφρισμένο μαντρόσκυλο έτοιμο
να την ξεσκίσει. Πρόκειται για μία
κατηγορία αιτήσεων άδειας, για την οποία
μπαίνω στο κόπο να πάω μέχρι το φωτοτυπικό
μηχάνημα, διαδρομή κατά την οποία πρέπει
να υποκριθώ, εγώ που σιχαίνομαι την
υποκρισία, ότι δεν ακούω την φωνή-καμπάνα
της γραμματέως υποδιευθυντού, που έχει
ξελυσσάξει με εκείνον τον καφέ γιατί η
κάψα της για τον τμηματάρχη έχει
φουντώσει, όπως ο καύσωνας τον μήνα
Ιούλιο· για χάρη της πατάω σχεδόν όλους
τους όρκους περί ευσυνειδησίας,
εργατικότητος και διακριτικότητος, που
έδωσα στον εαυτό μου όταν διορίστηκα
σε τούτο το μουρλάδικο· για αυτήν έχω
δημιουργήσει με μόχθο και ζηλευτή
αυταπάρνηση προσωπικό αρχείο, που το
φυλάω σαν εικόνισμα, και ακόμα περισσότερο,
στο βάθος της κομότας της μαμάς, η οποία,
βέβαια, δεν γνωρίζει τίποτα για αυτό,
ούτε και χρειάζεται να μάθει δηλαδή,
άστηνε τη γυναικούλα στον καναπέ της
να βλέπει σήριαλ με εκείνο το χαμόγελο,
που κόλλησε μόνιμα στο στόμα της μετά
το περιστατικό. Βέβαια, τα φωτοαντίγραφα
του αρχείου μου δεν είναι παρά οι σκιές
των πρωτοτύπων, άδειες εγκυμοσύνης
γραμμένες με ασημένια γράμματα και
υπογεγραμμένες με χρυσά, σε μένα τις
φέρνουν να τις πρωτοκολλήσω, εγώ είμαι
η πρώτη που τις βλέπω και μαθαίνω τα
χαρμόσυνα, εγώ είμαι η πρώτη που πρέπει
να χαμογελάσει, συγκρατημένα μεν,
ευγενικά δε μπροστά στις φουσκωμένες
κοιλιές τους, άντε με το καλό, καλή
λευτεριά και τα συναφή, κι έπειτα να
σκύψω το κεφάλι, πως τάχα ψάχνω τον
αριθμό στο πρωτόκολλο, για να μη δω την
τις αποβλακωμένες από την χαρά φάτσες
τους να φωτίζονται από αναμφισβήτητα
ειρωνικό γέλιο όταν λένε και στα δικά
σας κυρία Σωφρονία. Μη συγχύζεσαι κορίτσι
μου, ψυχραιμία, αφού είναι γνωστόν τοις
πάσι ότι αποστολή της γυναίκας-δημοσίου
υπαλλήλου είναι να τυλίξει ένα μυγοχάφτη,να
γκαστρωθεί κι έπειτα αρντάν στο σπιτάκι
της, με τις μπουτάρες απλωμένες στον
καναπέ και ο μισθός να πίπτει ακαταπαύστως.
Προχτές του ανέφερα ότι έχουμε τέσσερις
γκαστρωμένες, που έχουνε γίνει μπουχός
φυσικά , και ως εκ τούτου η Υπηρεσία
υπολειτουργεί και τον ρώτησα κατά πόσο
θα ήταν δυνατόν να ανακληθούν αυτές οι
άδειες εγκυμοσύνης, τι λες εκεί βρε
Σωφρονία, μου απάντησε ο τμηματάρχης,
κάτι μουρμούρισε για την υπογεννητικότητα
που ταλανίζει την κοινωνία μας και
τόνισε, κοιτώντας με καταπρόσωπο με τα
γκαβά του, πως έπρεπε να κοιτάω τη δουλειά
μου και να μην ανακατεύομαι εκεί που δε
με σπέρνουν. Εντάξει, δεν περίμενα τίποτα
καλύτερο από έναν ρεμπεσκέ που διορίστηκε
με μέσον και δεν ησύχασε μέχρι που έκανε
και την γυναίκα του αορίστου χρόνου,
ώστε να πιάσει και αυτή με την σειρά της
τα γενοβολήματα εξαφανισμένη τρία
χρόνια από το πόστο της, ακόμη άφαντη η
μαντάμ, εξού και τα σούρτα-φέρτα της
κόκκινης γόβας.
Ηρέμησε
πια, είπε η ξαδέλφη μου πάνω από ένα
ποτήρι γεμισμένο κονιάκ ως τα χείλια,
δεν φταίνε οι κοπέλες που εσύ ξέμεινες,
δεν είναι ότι δεν προσπάθησες, δεν
έκατσε βρε ψυχή μου, ατύχησες, όμως
παράτα τα πια, μη σε μασάνε μαγκούφα-σκύλα
όλη την ώρα, άστες να κόψουν το λαιμό
τους με τα μόμολα να τις τραβολογάνε
ολημερίς κι ολονυχτίς. Έχει δίκιο η
ξαδέλφη, έλα όμως που δεν μπορώ να ηρεμήσω
με όλες αυτές τις σουσουράδες να με
γυροφέρνουν περιμένοντας σαν ύαινες
την ευκαιρία να μου τρίψουν την ευτυχία
τους στα μούτρα, γιατί νομίζουν ότι
μόλις πάω σπίτι μου, φοράω τη νυχτικιά
μου, κλείνω τα παντζούρια και βιδώνομαι
στον καναπέ, δίπλα στη μάνα μου, μέχρι
να πέσω για ύπνο σε σεντόνια τόσο κρύα,
που μου φέρνουν δάκρυα στα μάτια, η
αλήθεια είναι πως είναι φορές που το
μαξιλάρι μου γίνεται μούσκεμα, ιδίως
κάποιες βραδιές που μετράω τις φουσκάλες
που είχαν κάνει οι φτέρνες μου από το
τρέξιμο και τα νύχια που είχα σπάσει
κοπανώντας την πόρτα του, μετά που με
πήρε τηλέφωνο να μου πει πως τελειώσαμε,
κι εμένα μου έπεσε η τσάντα με το νυφικό
από τα χέρια, πριν αρχίσω να τρέχω πάνω
σε κάτι τριαντάπονες τακούνες, να τον
προφτάσω, πριν την κάνει οριστικώς και
ανυπερθέτως. Αυτό, όμως, δε συμβαίνει
συχνά, αλλά, ακόμη κι αν συνέβαινε,
κανένας λόγος δεν πέφτει στις καρπερές
τσούπρες που περιφέρονται κορδωμένες
σαν λόρδισες πίσω από τις τουρλωμένες
κοιλιές τους, μέχρι να περάσουν οι μέρες
και να πάρουν την ευλογημένη άδεια
τοκετού, ώστε εμείς οι υπόλοιποι να
γλιτώσουμε επιτέλους από το ξεραστικό
θέαμα των μπαταλεμένων κορμιών τους.
Στοιχηματίζω πως και τούτη εδώ η αίτηση
από γκαστρωμένη έχει γίνει, για δες εδώ,
το Μαράκι της μηχανογράφησης ζητάει
άδεια τοκετού, μωρέ μπράβο, γενοβόλημα
κιόλας, σαν χθες μου φαίνεται που ήρθε
χαζογελώντας στο κυλικείο και μας το
ανακοίνωσε περιχαρής, φόραγε ένα ροζ
άνορακ και παρίστανε τη μπεμπέκα, είχε
αρχίσει η βροχή, το θυμάμαι καλά, δεν
πάνε ούτε εφτά εβδομάδες, εξαμηνίτικο
το γέννησε, μπορεί και πιο μικρό, πολύ
περίεργα μας τα λες κοπελιά, για κάτσε,
τι γράφεις εδώ ρε Μαρία, άδεια τοκετού
μετά τη γέννηση θνησιγενούς βρέφους,
που πάει να πει ότι το το γέννησες
πεθαμένο, έξι μηνών, κανονικός άνθρωπος
δηλαδή, με μάτια, αυτιά και στόμα, καρδιά,
πνευμόνια, έντερα και συκώτι, χέρια και
πόδια, με όλα του τα δαχτυλάκια, ολόκληρο
παιδί. Το γέννησες πεθαμένο. Και τώρα
πρέπει να το θάψεις, να προσλάβεις
εργολάβο κηδειών και να αγοράσεις
φέρετρο πενήντα πόντους στο μάκρος, για
να χώσεις το θνησιγενές βρέφος σου μέσα
σε χώμα που μοσχοβολάει ζωντανεμένο
και στέκει έτοιμο να αποκαλύψει τα
σκουλίκια που συστρέφονται μέσα του
φρενιασμένα από την ασταμάτητη βροχή,
με την πρώτη τσαπιά.
Saturday, 15 March 2014
Saturday, 1 February 2014
Subscribe to:
Posts (Atom)