Έτσι, όσο ήταν εκείνος στο κρεβάτι, μες τον ιδρώτα του, να κοιμάται όπως ένα τεράστιο τριχωτό ζώο... Κοίταξε απ' το παράθυρο τον γκρίζο ουρανό, την ερημιά του λιθόστρωτου δρόμου, μια γαλατού που περνούσε με μια σακούλα στο κεφάλι, μια ομπρέλα που έστριβε στη γωνία και τις πέτρες των σπιτιών που είχαν τεράστιους υγρούς λεκέδες.
'Ηταν ένας καιρός βουβός, ακόμη πιο θλιβερός απ' τον συνηθισμένο καιρό των πρώτων ημερών του Νοεμβρίου, που είναι μεν σκοτεινός, αλλά φυσάει. Σκέφτηκε τους καινούριους δρόμους, εκεί, στη γειτονιά του νεκροταφείου. Αλήθεια πως λεγόταν ο δρόμος; Οδός Ερνέστ Βουαβενόν! Ούτε καν το όνομα κάποιου φημισμένου ντόπιου, αλλά του οικοπεδούχου!
Όσο εκείνος ήταν βυθισμένος στον ύπνο, οι άνθρωποι που είχαν σηκωθεί πρωί θα είχαν γίνει μουσκίδι γιατί οι περισσότεροι πήγαιναν με ποδήλατο στη δουλειά τους στο κέντρο της πόλης.
Georges Simenon, Οι άγνωστοι μέσα στο σπίτι (1940),
μτφρ. Α. Μακαρώφ για τις εκδόσεις Άγρα (2011)