Το μόνο που ακούγεται είναι το βουητό του ανεμιστήρα και ο μακρινός αχός της πόλης, τρεις η ώρα, ξημερώματα Σαββάτου. Σεντόνια τσαλακωμένα και υγρά. Οι τοίχοι εκπέμπουν τη θερμότητα που ρούφηξαν όλη μέρα. Στην ατμόσφαιρα αιωρούνται τα απομεινάρια της φρέσκιας μυρωδιάς του κομμένου καρπουζιού ανακατεμένα με την διαπεραστική, αν και ξεθωριασμένη πια, οσμή του κατσαριδοκτόνου. Πόσα χρόνια πέρασαν πάνω σ'αυτό το κρεβάτι;
Αισθάνομαι μια περίεργη ευδαιμονία που μποιάζει με εκείνη τη χαρά που είχα σαν παιδί, να πέφτω για πρώτη φορά στο κρεβάτι μου, μετά την επιστροφή από τις διακοπές, κουρασμένη από το ταξίδι με το καράβι και με το υφασμάτινο νυχτικό να μυρίζει το καρπούζι που είχα φάει για βραδινό. Η μόνη διαφορά που μπορώ να βρω είναι ότι όταν ήμουν οκτώ, δεν λαχταρούσα τη βροχή με τόση επιμονή. Την αποζητούσα όμως.