Sunday, 25 July 2010

Στιγμές (2), καύσωνας

Το μόνο που ακούγεται είναι το βουητό του ανεμιστήρα και ο μακρινός αχός της πόλης, τρεις η ώρα, ξημερώματα Σαββάτου. Σεντόνια τσαλακωμένα και υγρά. Οι τοίχοι εκπέμπουν τη θερμότητα που ρούφηξαν όλη μέρα. Στην ατμόσφαιρα αιωρούνται τα απομεινάρια της φρέσκιας μυρωδιάς του κομμένου καρπουζιού ανακατεμένα με την διαπεραστική, αν και ξεθωριασμένη πια, οσμή του κατσαριδοκτόνου. Πόσα χρόνια πέρασαν πάνω σ'αυτό το κρεβάτι; 
Αισθάνομαι μια περίεργη ευδαιμονία που μποιάζει με εκείνη τη χαρά που είχα σαν παιδί, να πέφτω για πρώτη φορά στο κρεβάτι μου, μετά την επιστροφή από τις διακοπές, κουρασμένη από το ταξίδι με το καράβι και με το υφασμάτινο νυχτικό να μυρίζει το καρπούζι που είχα φάει για βραδινό. Η μόνη διαφορά που μπορώ να βρω είναι ότι όταν ήμουν οκτώ, δεν λαχταρούσα τη βροχή με τόση επιμονή. Την αποζητούσα όμως.

Οι αρραβώνες του κυρίου Ιρ, Georges Simenon (1933)


















Ήταν ένα ασυνήθιστο απόγευμα. Η βροχή έπεφτε με το τουλούμι. Οι άνθρωποι φοβόντουσαν να διασχίσουν τους δρόμους που είχαν μετατραπεί σε χειμάρρους. Τα ταξί πήγαιναν αργά, μην τυχόν και ντεραπάρουν. Στα περίπτερα οι εφημερίδες έλιωναν σιγά σιγά απ'τη βροχή.
Και ενώ όλο το Παρίσι λύγιζε από την καταιγίδα και ο κόσμος κατσούφιαζε, και μέχρι και δέκα μαζί στριμώχνονταν στις εισόδους των πολυκατοικιών ή μέσα σε καφενεία μέχρι να κοπάσει λίγο η μπόρα, ο κύριος Ιρ είχε μεταμορφωθεί από χαρά.
Κρατώντας γερά την ομπρέλα του, πηγαινοερχόταν ανάλογα με τα κέφια του, χωρίς να νοιάζεται αν θα λασπωθεί ή θα φτάσει κάπου καθυστερημένα. Χάζευε τις βιτρίνες. Από ένα ζαχαροπλαστείο αγόρασε σοκολατάκια και έβαλε το σακουλάκι στην τσέπη του, απ' όπου έβγαζε πότε πότε ένα και το άφηνε να λιώνει αργά στο στόμα του.


Georges Simenon, Οι αρραβώνες του κυρίου Ιρ (1933),
μτφρ. Α. Μακαρώφ για τις εκδόσεις Άγρα (2008)