Thursday, 14 May 2009
Tuesday, 12 May 2009
Ανάμεσα στις ράγες και τη βροχή
Όταν το φως μέσα στο βαγόνι έσβησε ξαφνικά, ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά και να ανεβαίνει στον οισοφάγο. Τα χέρια του υπέκυψαν στο τρέμουλο που τα απειλούσε από την στιγμή που μπήκε στο τρένο, ενώ ένα λεπτό φιλμ ιδρώτα εμφανίστηκε στο μέτωπό του. Η διακοπή ρεύματος δεν κράτησε πάνω από σαράντα δευτερόλεπτα, ήταν, όμως, αρκετή για να του ανακατέψει το στομάχι και να τον φέρει στα πρόθυρα της λιποθυμίας.
Τελικά, το ρεύμα επέστρεψε και ο συρμός άρχισε να κινείται αργά, προκαλώντας του μηδαμινή ανακούφιση και μία ακόμα αναγούλα. Κοίταξε τις μακριές σταγόνες που χαράκωναν τα βρώμικα τζάμια και προσπάθησε να πλησιάσει το πρόσωπο του στο μισάνοιχτο παράθυρο, ώστε να μυρίσει τη βροχή. Ήλπιζε, μάταια όμως, πως θα τον έκανε να ξεχάσει την διαπεραστική οσμή όλων αυτών των ανθρώπων, που καθόταν βαριά πάνω στο δέρμα του, όλων αυτών των ανθρώπων που έτρωγαν, γέλαγαν δυνατά, μίλαγαν ασταμάτητα και τον κοιτούσαν στα μάτια με αδιακρισία. Έπρεπε να κατέβει στον επόμενο σταθμό, παρόλο που ήταν αρκετά μακριά από το σπίτι του. Αναλογιζόταν πόσο λάθος είχε κάνει να δεχτεί την πρόταση του εκδότη του να γράψει ένα σπονδυλωτό, εμπορικό και οπωσδήποτε ανούσιο, μυθιστόρημα με τίτλο Ιστορίες βαγονιών ή κάτι τέτοιο, ενώ τα λίγα λεπτά που τον χώριζαν από την επόμενη στάση του φαινόταν αιώνας. Όσες φορές είχε δοκιμάσει να χρησιμοποιήσει τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο, προκειμένου να «συλλέξει υλικό», είχε αναγκαστεί να κατέβει στα μισά της διαδρομής, ή και νωρίτερα. Μπαϊλντισμένος, σκεφτόταν με εκνευρισμό, που άγγιζε τα όρια της απέχθειας, την προοπτική να καθίσει να γράψει, ενώ ταυτόχρονα συνειδητοποιούσε με απογοήτευση ότι οι κρίσεις πανικού, που τόσο σκληρά είχε αγωνιστεί να νικήσει πριν δύο χρόνια, είχαν κάνει θριαμβευτική επιστροφή. Το θέμα δεν το είχε λύσει, απλά το είχε προσπεράσει, όπως τόσα άλλα, επιλέγοντας να χρησιμοποιεί ταξί.
Καθώς στεκόταν μπροστά στην πόρτα με τα γόνατα κομμένα, έτοιμος να πεταχτεί έξω, και στρέφοντας νευρικά το κεφάλι δεξιά-αριστερά, πρόσεξε στο πίσω μέρος του βαγονιού εκείνον τον τύπο με τα μωβ γυαλιά. Τον έβλεπε συχνά μέσα στο τρένο, καθόταν πάντα δίπλα στο παράθυρο με μία πλαστική, παραφορτωμένη σακούλα ανάμεσα στα πόδια του κι ένα τετράδιο στα χέρια να σημειώνει με ταχύτητα. Θα έπρεπε να είναι περίπου συνομίλικός του και του έδινε μία ακαθόριστη εντύπωση φυγάδα, όχι όμως κυνηγημένου. Ποτέ δεν είχαν ανταλλάξει ούτε ματιά, ο τύπος φαινόταν απορροφημένος σε όσα έγραφε. Αυτός, από την άλλη, ίδρωνε παλέυοντας να διατηρήσει τις αισθήσεις του, οπότε δεν είχε περιθώριο για παρατηρήσεις, όσο για επαφές ούτε λόγος.
Βγαίνοντας, επιτέλους, από το βαγόνι, πήρε μία βαθιά αναπνοή γεμίζοντας τα πνευμόνια του με τον ψυχρό και υγρό αέρα, ενώ τα πόδια του πατούσαν με σιγουριά στο στέρεο τσιμεντένιο έδαφος. Βγήκε στο δρόμο και άρχισε να περπατάει βιαστικά προς το σπίτι. Έφτασε μετά από τρία τέταρτα της ώρας, κατάκοπος και μουσκεμένος, είχε ξεχάσει την ομπρέλα του, αναθεματίζοντας την τύχη και την ανάγκη του, όμως, αισθητά άδειος και γαληνεμένος. Έπρεπε να πιάσει αμέσως δουλειά, γιατί αυτή η πορεία μέσα στη βροχή τον είχε οδηγήσει σε μία παράδοξη κατάσταση ευεξίας και ετοιμότητας. Άνοιξε, λοιπόν, τον κομψό φορητό υπολογιστή, που είχε πρόσφατα αγοράσει με τα χρήματα της προκαταβολής του καταραμένου βιβλίου των βαγονιών, και άρχισε να γράφει, ενώ έξω η βροχή δυνάμωνε δίνοντας του κουράγιο να συνεχίσει να πατάει τα γυαλιστερά πλήκτρα (:)
(«) Ο βαθύς αναστεναγμός που άφησες, μόλις ένιωσες το τρένο να κινείται ανακοίνωσε την μεγάλη σου ανακούφιση στους επιβάτες που κάθονταν σε αρκετά κοντινή απόσταση, ώστε να σε ακούσουν. Αυτό το τράνταγμα του βαγονιού πριν ξεκινήσει ο συρμός ήταν το σύνθημα να χαλαρώσεις και να βολευτείς με περισσότερη άνεση στο πλαστικό κάθισμα, αφού η ενοχλητική αναμονή είχε τελειώσει. Με το τετράδιο στο χέρι, τα μάτια ορθάνοιχτα και τα αυτιά τεντωμένα ετοιμάστηκες να εντοπίσεις, να αρπάξεις, να καταγράψεις ο,τιδήποτε συμβεί, ο,τιδήποτε θα μπορούσε να σε φέρει λίγο πιο κοντά σε αυτό που καταδιώκεις εδώ και δύο χρόνια. Αλήθεια, έχουν περάσει κιόλας δύο χρόνια από τότε που άφησες πίσω σου αυτό που οι άλλοι θα αποκαλούσαν «ζωή σου» και ήρθες σε αυτήν την πόλη κρυφά σαν κλέφτης, η φωτογραφία σου πάνω από τη λέξη «αναζητείται» με κεφαλαία γράμματα, φιγουράρει σε όλους τους σταθμούς του τρένου, αλλά και σε στάσεις λεωφορείου και τρόλλεϋ, καθώς και πιάτσες ταξί. Παράτησες δουλειά και οικογένεια, γιατί ήθελες να αποτινάξεις όλα τα βαρίδια, ώστε να καταφέρεις επιτέλους να πεις, όλα όσα πασχίζεις να βγάλεις από μέσα σου χρόνια τώρα, να κατακτήσεις αυτό το μαγευτικό πράγμα που λέγεται ανθρώπινη καθημερινότητα και να γράψεις, επιτέλους, το βιβλίο, που ονειρεύεσαι από έφηβος, για να μην πούμε από παιδί.
Το γνώριζες, βέβαια, ότι σε κάθε εμπνευσμένη προσπάθεια υπάρχουν απώλειες. Η «εξορία» σου προέκυψε κάπως δύσκολη. Οι συνεπιβάτες σου έγιναν απόλυτα αναγκαίοι. Ο χρόνος που είσαι αναγκασμένος να περνάς έξω από τα βαγόνια, αφού, ατυχώς, ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος δεν λειτουργεί ολόκληρο το εικοσιτετράωρο, έχει καταντήσει μαρτυρικός. Η ακινησία του δαπέδου του σπιτιού σου αβάσταχτη. Η ησυχία που επικρατεί στα δωμάτια ανυπόφορη. Κάθε νύχτα, ανεξαιρέτως, την περνάς αδημονώντας να ακούσεις τους επιβάτες του συρμού να τιτιβίζουν γύρω σου και να νιώσεις το ρυθμικό, πραγματικά αρμονικό τράνταγμα του τρένου. Έτσι, κάθε πρωί, λίγο μετά τις πέντε, περιμένεις με ανυπομονησία στο σταθμό, πανέτοιμος, με τα εφόδια σου -φαγώσιμα, νερό, κάποια ρούχα και βιβλία- τοποθετημένα τακτικά σε μία πλαστική σακούλα. Πάντα κάθεσαι δίπλα στο παράθυρο, ώστε να μπορείς να τοποθετείς τα τεκτενόμενα σε ένα ευρύτερο περιβάλλον, ώστε να μην παρασύρεσαι στο μικρόκοσμό τους. Παραμένεις εκεί, μέχρι το βράδυ, όταν τα τρένα κλείνονται στο γκαράζ. Οι μόνες στάσεις που επιτρέπεις στον εαυτό σου είναι οι απολύτως απαραίτητες, για να ικανοποιήσεις τις φυσικές σου ανάγκες, πράγμα ιδιαίτερα ενοχλητικό όταν έχεις καταφέρει να πιάσεις μία καλή θέση.
Η εργασία σου, παρόλα αυτά, δεν σημειώνει την πρόοδο που υπολόγιζες. Αν και έχεις γεμίσει με σημειώσεις δεκάδες τετράδια, αυτό το κάτι που αναμένεις, δεν έρχεται. Ξέρεις, όμως, πως είναι εκεί, σε περιμένει, αδημονεί να το φτάσεις. Αυτές τις σκέψεις, που σε βασάνιζαν σήμερα, αργά το απόγευμα, διέκοψε το καμπανάκι που ήχησε δυνατά, όταν είδες πάλι εκείνον τον ψηλό άντρα με τα μαύρα μαλλιά. Όπως και τις άλλες φορές έμοιαζε αλαφιασμένος, στεκόταν όρθιος, ίδρωνε και αναστέναζε. Το ότι υπέφερε όντας μέσα στο βαγόνι σου φαινόταν από τις νευρικές ματιές που έριχνε γύρω, τον τρόπο που άλλαζε το κέντρο βάρος του από το ένα πόδι στο άλλο, και το τρέμουλο των χεριών του. Έξω έβρεχε και ο επίμονος ήχος που κάνουν οι σταγόνες της βροχής στη λαμαρίνα δε σε άφηνε να συγκεντρωθείς ολοκληρωτικά στον στοιχειωμένο αρχάγγελο που στεκόταν μπροστά στην πόρτα του βαγονιού. Ήταν κι εκείνη η μυρωδιά του νοτισμένου αέρα που σε αρρώσταινε. Πάντως, όταν τελικά ο συρμός σταμάτησε και εκείνος όρμησε έξω, ήταν αδύνατο να κατανικήσεις τη μανία που σε οδήγησε να αρπάξεις το τετράδιο και να αρχίσεις να γράφεις σαν δαιμονισμένος. (»)
Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής,
Μεταίχμιο, Μάιος 2009
Τελικά, το ρεύμα επέστρεψε και ο συρμός άρχισε να κινείται αργά, προκαλώντας του μηδαμινή ανακούφιση και μία ακόμα αναγούλα. Κοίταξε τις μακριές σταγόνες που χαράκωναν τα βρώμικα τζάμια και προσπάθησε να πλησιάσει το πρόσωπο του στο μισάνοιχτο παράθυρο, ώστε να μυρίσει τη βροχή. Ήλπιζε, μάταια όμως, πως θα τον έκανε να ξεχάσει την διαπεραστική οσμή όλων αυτών των ανθρώπων, που καθόταν βαριά πάνω στο δέρμα του, όλων αυτών των ανθρώπων που έτρωγαν, γέλαγαν δυνατά, μίλαγαν ασταμάτητα και τον κοιτούσαν στα μάτια με αδιακρισία. Έπρεπε να κατέβει στον επόμενο σταθμό, παρόλο που ήταν αρκετά μακριά από το σπίτι του. Αναλογιζόταν πόσο λάθος είχε κάνει να δεχτεί την πρόταση του εκδότη του να γράψει ένα σπονδυλωτό, εμπορικό και οπωσδήποτε ανούσιο, μυθιστόρημα με τίτλο Ιστορίες βαγονιών ή κάτι τέτοιο, ενώ τα λίγα λεπτά που τον χώριζαν από την επόμενη στάση του φαινόταν αιώνας. Όσες φορές είχε δοκιμάσει να χρησιμοποιήσει τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο, προκειμένου να «συλλέξει υλικό», είχε αναγκαστεί να κατέβει στα μισά της διαδρομής, ή και νωρίτερα. Μπαϊλντισμένος, σκεφτόταν με εκνευρισμό, που άγγιζε τα όρια της απέχθειας, την προοπτική να καθίσει να γράψει, ενώ ταυτόχρονα συνειδητοποιούσε με απογοήτευση ότι οι κρίσεις πανικού, που τόσο σκληρά είχε αγωνιστεί να νικήσει πριν δύο χρόνια, είχαν κάνει θριαμβευτική επιστροφή. Το θέμα δεν το είχε λύσει, απλά το είχε προσπεράσει, όπως τόσα άλλα, επιλέγοντας να χρησιμοποιεί ταξί.
Καθώς στεκόταν μπροστά στην πόρτα με τα γόνατα κομμένα, έτοιμος να πεταχτεί έξω, και στρέφοντας νευρικά το κεφάλι δεξιά-αριστερά, πρόσεξε στο πίσω μέρος του βαγονιού εκείνον τον τύπο με τα μωβ γυαλιά. Τον έβλεπε συχνά μέσα στο τρένο, καθόταν πάντα δίπλα στο παράθυρο με μία πλαστική, παραφορτωμένη σακούλα ανάμεσα στα πόδια του κι ένα τετράδιο στα χέρια να σημειώνει με ταχύτητα. Θα έπρεπε να είναι περίπου συνομίλικός του και του έδινε μία ακαθόριστη εντύπωση φυγάδα, όχι όμως κυνηγημένου. Ποτέ δεν είχαν ανταλλάξει ούτε ματιά, ο τύπος φαινόταν απορροφημένος σε όσα έγραφε. Αυτός, από την άλλη, ίδρωνε παλέυοντας να διατηρήσει τις αισθήσεις του, οπότε δεν είχε περιθώριο για παρατηρήσεις, όσο για επαφές ούτε λόγος.
Βγαίνοντας, επιτέλους, από το βαγόνι, πήρε μία βαθιά αναπνοή γεμίζοντας τα πνευμόνια του με τον ψυχρό και υγρό αέρα, ενώ τα πόδια του πατούσαν με σιγουριά στο στέρεο τσιμεντένιο έδαφος. Βγήκε στο δρόμο και άρχισε να περπατάει βιαστικά προς το σπίτι. Έφτασε μετά από τρία τέταρτα της ώρας, κατάκοπος και μουσκεμένος, είχε ξεχάσει την ομπρέλα του, αναθεματίζοντας την τύχη και την ανάγκη του, όμως, αισθητά άδειος και γαληνεμένος. Έπρεπε να πιάσει αμέσως δουλειά, γιατί αυτή η πορεία μέσα στη βροχή τον είχε οδηγήσει σε μία παράδοξη κατάσταση ευεξίας και ετοιμότητας. Άνοιξε, λοιπόν, τον κομψό φορητό υπολογιστή, που είχε πρόσφατα αγοράσει με τα χρήματα της προκαταβολής του καταραμένου βιβλίου των βαγονιών, και άρχισε να γράφει, ενώ έξω η βροχή δυνάμωνε δίνοντας του κουράγιο να συνεχίσει να πατάει τα γυαλιστερά πλήκτρα (:)
(«) Ο βαθύς αναστεναγμός που άφησες, μόλις ένιωσες το τρένο να κινείται ανακοίνωσε την μεγάλη σου ανακούφιση στους επιβάτες που κάθονταν σε αρκετά κοντινή απόσταση, ώστε να σε ακούσουν. Αυτό το τράνταγμα του βαγονιού πριν ξεκινήσει ο συρμός ήταν το σύνθημα να χαλαρώσεις και να βολευτείς με περισσότερη άνεση στο πλαστικό κάθισμα, αφού η ενοχλητική αναμονή είχε τελειώσει. Με το τετράδιο στο χέρι, τα μάτια ορθάνοιχτα και τα αυτιά τεντωμένα ετοιμάστηκες να εντοπίσεις, να αρπάξεις, να καταγράψεις ο,τιδήποτε συμβεί, ο,τιδήποτε θα μπορούσε να σε φέρει λίγο πιο κοντά σε αυτό που καταδιώκεις εδώ και δύο χρόνια. Αλήθεια, έχουν περάσει κιόλας δύο χρόνια από τότε που άφησες πίσω σου αυτό που οι άλλοι θα αποκαλούσαν «ζωή σου» και ήρθες σε αυτήν την πόλη κρυφά σαν κλέφτης, η φωτογραφία σου πάνω από τη λέξη «αναζητείται» με κεφαλαία γράμματα, φιγουράρει σε όλους τους σταθμούς του τρένου, αλλά και σε στάσεις λεωφορείου και τρόλλεϋ, καθώς και πιάτσες ταξί. Παράτησες δουλειά και οικογένεια, γιατί ήθελες να αποτινάξεις όλα τα βαρίδια, ώστε να καταφέρεις επιτέλους να πεις, όλα όσα πασχίζεις να βγάλεις από μέσα σου χρόνια τώρα, να κατακτήσεις αυτό το μαγευτικό πράγμα που λέγεται ανθρώπινη καθημερινότητα και να γράψεις, επιτέλους, το βιβλίο, που ονειρεύεσαι από έφηβος, για να μην πούμε από παιδί.
Το γνώριζες, βέβαια, ότι σε κάθε εμπνευσμένη προσπάθεια υπάρχουν απώλειες. Η «εξορία» σου προέκυψε κάπως δύσκολη. Οι συνεπιβάτες σου έγιναν απόλυτα αναγκαίοι. Ο χρόνος που είσαι αναγκασμένος να περνάς έξω από τα βαγόνια, αφού, ατυχώς, ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος δεν λειτουργεί ολόκληρο το εικοσιτετράωρο, έχει καταντήσει μαρτυρικός. Η ακινησία του δαπέδου του σπιτιού σου αβάσταχτη. Η ησυχία που επικρατεί στα δωμάτια ανυπόφορη. Κάθε νύχτα, ανεξαιρέτως, την περνάς αδημονώντας να ακούσεις τους επιβάτες του συρμού να τιτιβίζουν γύρω σου και να νιώσεις το ρυθμικό, πραγματικά αρμονικό τράνταγμα του τρένου. Έτσι, κάθε πρωί, λίγο μετά τις πέντε, περιμένεις με ανυπομονησία στο σταθμό, πανέτοιμος, με τα εφόδια σου -φαγώσιμα, νερό, κάποια ρούχα και βιβλία- τοποθετημένα τακτικά σε μία πλαστική σακούλα. Πάντα κάθεσαι δίπλα στο παράθυρο, ώστε να μπορείς να τοποθετείς τα τεκτενόμενα σε ένα ευρύτερο περιβάλλον, ώστε να μην παρασύρεσαι στο μικρόκοσμό τους. Παραμένεις εκεί, μέχρι το βράδυ, όταν τα τρένα κλείνονται στο γκαράζ. Οι μόνες στάσεις που επιτρέπεις στον εαυτό σου είναι οι απολύτως απαραίτητες, για να ικανοποιήσεις τις φυσικές σου ανάγκες, πράγμα ιδιαίτερα ενοχλητικό όταν έχεις καταφέρει να πιάσεις μία καλή θέση.
Η εργασία σου, παρόλα αυτά, δεν σημειώνει την πρόοδο που υπολόγιζες. Αν και έχεις γεμίσει με σημειώσεις δεκάδες τετράδια, αυτό το κάτι που αναμένεις, δεν έρχεται. Ξέρεις, όμως, πως είναι εκεί, σε περιμένει, αδημονεί να το φτάσεις. Αυτές τις σκέψεις, που σε βασάνιζαν σήμερα, αργά το απόγευμα, διέκοψε το καμπανάκι που ήχησε δυνατά, όταν είδες πάλι εκείνον τον ψηλό άντρα με τα μαύρα μαλλιά. Όπως και τις άλλες φορές έμοιαζε αλαφιασμένος, στεκόταν όρθιος, ίδρωνε και αναστέναζε. Το ότι υπέφερε όντας μέσα στο βαγόνι σου φαινόταν από τις νευρικές ματιές που έριχνε γύρω, τον τρόπο που άλλαζε το κέντρο βάρος του από το ένα πόδι στο άλλο, και το τρέμουλο των χεριών του. Έξω έβρεχε και ο επίμονος ήχος που κάνουν οι σταγόνες της βροχής στη λαμαρίνα δε σε άφηνε να συγκεντρωθείς ολοκληρωτικά στον στοιχειωμένο αρχάγγελο που στεκόταν μπροστά στην πόρτα του βαγονιού. Ήταν κι εκείνη η μυρωδιά του νοτισμένου αέρα που σε αρρώσταινε. Πάντως, όταν τελικά ο συρμός σταμάτησε και εκείνος όρμησε έξω, ήταν αδύνατο να κατανικήσεις τη μανία που σε οδήγησε να αρπάξεις το τετράδιο και να αρχίσεις να γράφεις σαν δαιμονισμένος. (»)
Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής,
Μεταίχμιο, Μάιος 2009
Monday, 11 May 2009
Tuesday, 5 May 2009
Σύννεφο καπνού
Και όταν την είδε, μέσα σε ένα σύννεφο καπνού, να βγάζει τα γαλάζια τούλια και τα φτερά, λευκά αυτά και τυλιγμένα γύρω από το λαιμό της σε ένα μακρύ μποά, ένιωσε μια δυνατή επιθυμία για τη ζεστασιά του γυναικείου δέρματος. Από την μπαλκονόπορτα μπορούσε να την κοιτάζει στο απέναντι διαμέρισμα να βγάζει νωχελικά τα βραδινά της ρούχα μέσα στην ανοιξιάτικη νύχτα, ώσπου έμεινε με μία κοντή κομπινεζόν στο χρώμα της σαμπάνιας. Το επιδεικτικό λίκνισμα των γοφών της, καθώς, ψηλή και μακρυμαλλούσα, πήγαινε από δωμάτιο σε δωμάτιο με ένα ποτήρι στο χέρι, σε μία παράσταση που ήλπιζε να δίνεται για χάρη του, αν και δεν είχε κανένα λόγο να πιστέψει ότι συνέβαινε πραγματικά κάτι τέτοιο, τον έκανε, για μία στιγμή, σαφώς αργόσυρτη, να ξεχάσει τις ψηλές φλόγες, που ξεπετάγονταν από τα παράθυρα του διαμερίσματος στον πρώτο όροφο της απέναντι πολυκατοικίας.
Εκείνη, όντας στον τρίτο, σίγουρα είχε δει τον πυκνό καπνό που γέμιζε τον αέρα ανάμεσα τους. Σίγουρα είχε ακούσει την δυνατή έκρηξη πριν μισή ώρα και τη σειρήνα της πυροσβεστικής, που ούρλιαζε εδώ και αρκετά λεπτά. Παρόλα αυτά, δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται για ό, τι συνέβαινε εκτός των ορίων του μικρού και κομψού διαμερίσματος, όπου είχε μετακομίσει πριν πέντε χρόνια, και, για την ακρίβεια, ένα μήνα αφού είχε εγκατασταθεί κι εκείνος στο δικό του, εξίσου μικρό, αλλά πολύ πιο άδειο και ακατάστατο διαμέρισμα. ‘Όπως θα περίμενε κανείς, αυτή η αλλόκοτη αταραξία της τον παραξένεψε και σταδιακά ένιωσε τα μάγια της, όπως τόσες φορές στο παρελθόν, να του ορθανοίγουν τα βλέφαρα και να μαγνητίζουν τους βολβούς των ματιών του.
Σχεδόν έτσι γινόταν όλα αυτά τα χρόνια, όλες αυτές τις ατελείωτες ώρες στην πολυθρόνα του σαλονιού με τα φώτα σβηστά και με το βλέμμα προσηλωμένο στα παράθυρά της. Κι άλλες πάλι ώρες αμέτρητες στημένος απέναντι από την είσοδο της πολυκατοικίας της περιμένοντας την να βγει, έχοντας παρατηρήσει προετοιμασίες εξόδου, βραδινά φορέματα να βγαίνουν από την ντουλάπα και κοσμήματα με πέτρες που έλαμπαν σαν αστραπή από την κοσμηματοθήκη. Φυσικά, ποτέ δεν κατάφερε να την συναντήσει στο δρόμο, και όταν ανέβαινε στο διαμέρισμά του εξουθενωμένος, μετά από δύο ή τρεις ώρες ορθοστασίας, έβρισκε τα φώτα της ήταν σβηστά και τα δωμάτια της άδεια. Και πόσο χρόνο, αλήθεια, δεν είχε αναλώσει στο να καταστρώνει σενάρια, που θα του έδιναν την αφορμή να της χτυπήσει την πόρτα και να της μιλήσει, επιτέλους, χωρίς να τους χωρίζουν οι τζαμαρίες, η σκόνη και ο θόρυβος του δρόμου!
Από όλα αυτά τα σχέδια κανένα δεν είχε πραγματοποιήσει, πράγμα που τον βασάνιζε, βάρος ασήκωτο στην συνείδησή του. Θεωρούσε τον εαυτό του δειλό πέρα από κάθε θεραπεία και τον περιφρονούσε. Το μόνο πράγμα που τον έκανε να αισθάνεται κάπως καλύτερα ήταν η σκέψη ότι ο άπειρος χρόνος που της είχε αφιερώσει δεν κόστιζε ιδιαίτερα, αφού η δουλειά του, αν και εξαιρετικά βαρετή, δεν ήταν απαιτητική, κάποιες φορές που δεν εμφανίστηκε στο γραφείο δεν είχε γίνει μεγάλο θέμα, ενώ οι ελάχιστοι συγγενείς και φίλοι δεν ήταν καθόλου φορτικοί. Μάλιστα, αφότου μετακόμισε σε αυτό το σπίτι, είχαν ένας-ένας ξεκόψει, προσφέροντας του έτσι την μοναδική δυνατότητα να απολαμβάνει άπλετο ελεύθερο χρόνο. Πραγματικά, του αρκούσε ένα πέρασμά της από το μπάνιο στην κρεβατοκάμαρα μέσα στο παχύ σκούρο κόκκινο μπουρνούζι της, για να μεταφερθεί στον πλανήτη της λευκής κοιλιάς της και, επομένως, να ξεχάσει τον παλιόφιλο που δεν απαντούσε στα τηλεφωνήματά του εδώ και δύο εβδομάδες, αλλά και την προαγωγή, που, και φέτος, έχασε μέσα από τα χέρια του. Για να πάρει τα μάτια του από αυτήν, χρειαζόταν κάτι πολύ ισχυρό, κάτι αδύνατο να αγνοηθεί, όπως το ξημέρωμα, η ανάγκη να αδειάσει την ουροδόχο κύστη του, η πείνα, ασφαλώς μέχρι λιποθυμίας, ένας οξύς πόνος στη μέση, πράγμα ιδιαίτερα συχνό τον τελευταίο καιρό, το χτύπημα του διαχειριστή στην πόρτα, προκειμένου να εισπράξει τα καθυστερημένα κοινόχρηστα, και αυτό αρκετά συνηθισμένο.
Όπως τώρα, η φωνή του πυροσβέστη, δυναμωμένη πολλές φορές από τον τηλεβόα, που ζητούσε από τους ενοίκους όλων των οικημάτων στο μικρό δρομάκι να τα εκκενώσουν άμεσα, καθώς υπήρχε σοβαρή πληροφορία για δεύτερη βόμβα. Κοίταξε κάτω στο δρόμο και είδε τον κόσμο να μυρμηγκιάζει, ενώ άντρες με στολές προσπαθούσαν να ρυθμίσουν το χάος με φωνές και σφυρίχτρες. Έπειτα, έστρεψε πάλι το βλέμμα του στο διαμέρισμά της. Την είδε να παρακολουθεί με προσήλωση, εν τω μεταξύ είχε φορέσει ένα πράσινο κιμονό, πρέπει να ήταν μεταξωτό, μπορούσε να νιώσει τη δροσιά του μεταξιού στα δάχτυλά του, κάτι στην τηλεόραση. Σκέφτηκε ότι μπορεί η ένταση της συσκευής να μην της επέτρεπε να ακούσει την προειδοποίηση και με πρωτόγνωρο, εκπληκτικό θάρρος βγήκε στο μικρό μπαλκόνι. Κούναγε τα χέρια του μανιασμένα και φώναζε, καθώς δεν ήξερε το όνομά της, «κοπέλα με το κιμονό, κοπέλα με το κιμονό!».
Δεν ήξερε πόση ώρα είχε περάσει, τα χέρια του τα ένιωθε κουρασμένα, όταν εκείνη γύρισε το κεφάλι προς την κατεύθυνσή του με κάτι στο πρόσωπό της, που του φάνηκε σαν χαμόγελο. Όσο την κοίταζε να βολεύει τα υπέροχα πόδια της σε ένα ζευγάρι λεπτά σανδάλια, πάντα χαμογελώντας, η πόρτα του άνοιξε με έναν γδούπο και δύο πυροσβέστες ξεχύθηκαν στο μπαλκόνι. Κύριε, πρέπει να φύγετε αμέσως, είναι πολύ επικίνδυνο να παραμένετε. Μα, κοιτάξτε, απέναντι είναι κάποια… Δεν υπάρχει πρόβλημα, όλα είναι υπό έλεγχο, μην ανησυχείτε κύριε. Και προτού καταλάβει τι συνέβαινε και προλάβει να της στείλει μία τελευταία ματιά, τον σήκωσαν από τους αγκώνες, αφού ξεγάντζωσαν ένα-ένα και με ταχύτητα τα δάχτυλά του από την κουπαστή, και τον έσυραν έξω, ίσα που πρόλαβε να αρπάξει το σακάκι του από την κρεμάστρα. Στο δρόμο, στρατηγικά τοποθετημένοι αστυνομικοί οδηγούσαν τον κόσμο στην έξοδο του μικρού δρόμου, όπου ειδικά ναυλωμένα λεωφορεία θα τους οδηγούσαν στον δημοτικό ξενώνα. Εκεί θα διανυκτέρευαν. Όσο κι αν τον τραβολογούσαν και τον έσπρωχναν από όλες τις μεριές, εκείνος καθυστερούσε στην πολυάνθρωπη ουρά στρέφοντας το κεφάλι δεξιά-αριστερά σαν περισκόπιο. Μάταια όμως, η κοπέλα με το κιμονό δε φαινόταν πουθενά.
Εκείνο το βράδυ ελάχιστα κατάφερε να κοιμηθεί στο σκληρό κρεβάτι του ξενώνα, δίπλα σε ένα αδύνατο νεαρό, που μίλαγε στον ύπνο του. Στις τρεις το πρωί ανακάλυψε ότι, όταν του μιλούσε, ο κοιμισμένος απαντούσε κανονικά, σα να ήταν ξύπνιος. Λίγο πριν ξημερώσει άκουσε βαριές τις σταγόνες μίας καταιγίδας στη στέγη και σκέφτηκε ότι όλα είχαν τελειώσει. Δύο ώρες αργότερα, μπροστά στα συντρίμμια των ισοπεδωμένων πολυκατοικιών κατά μήκος της δεξιάς, αλλά και της αριστερής πλευράς του δρόμου, στον οποίο κατοικούσε τα τελευταία πέντε χρόνια, ενός δρόμου που δεν ήταν πλέον τίποτα περισσότερο από μία μαύρη ρηχή τρύπα, κάτω από μία βροχή από χλιαρό νερό και στάχτη, με την εμετική οσμή του λιωμένου πλαστικού και τη γλυκιά μυρωδιά του καμένου ξύλου, έμελλε να νιώσει την πιο αχαλίνωτη ελευθερία (και τίποτε άλλο).
Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής.
Μεταίχμιο, Μάιος 2009
This one goes out to the one I love by REM
Subscribe to:
Posts (Atom)