Στις πέντε το πρωί, ο ουρανός ήταν ακόμη πιο σκοτεινός σε σχέση με τα μεσάνυχτα. Τα φώτα στο δρόμο μόλις που φώτιζαν, και εξακολουθούσε ν' ακούγεται ο ήχος της βροχής, που δεν φαινόταν να έχει σκοπό να σταματήσει ούτε όλη την επόμενη ημέρα.
-Καίυ, είναι ώρα να σηκωθείς.
-Ναι...
Δεν την φίλησε. Όλη τη νύχτα δεν φιλήθηκαν, ίσως εξαιτίας της Μισέλ, ίσως γιατί φοβήθηκαν μήπως καταλήξουν σε τρυφερότητες.
-Να ντυθείς ζεστά
-Έχω τη γούνα μου.
-Βάλε τουλάχιστον μάλλινο φόρεμα.
Έβρισκαν τον τρόπο να λένε κοινοτοπίες όπως:
-Ξέρεις, μέσα στα τρένα, έχει συνήθως πάρα πολύ ζέστη.
Ήπιε τον καφέ της, αλλά δεν κατάφερε να φάει. Τη βοήθησε να κλείσει τη βαλίτσα της που ήταν παραφουσκομένη. Η Καίη κοίταξε γύρω της.
-Μπορώ ν' αφήσω τα υπόλοιπα εδώ;
-Ώρα να πηγαίνουμε. Έλα.
Σε όλο το δρόμο υπήρχαν μονο άλλα δύο παράθυρα φωτισμένα: κάποιοι που έπαιρναν επίσης το τρένο ή κάποιος άρρωστος;
-Περίμενε μια στιγμή στην εξώπορτα, να πάω ως τη γωνία να δω για κανένα ταξί.
-Θα χάσουμε χρόνο.
-Αν δεν βρω αμέσως, θα πάρουμε τον υπόγειο. Περίμενε εδώ, έτσι;
Ήταν ηλίθιο. Που θα μπορούσε να πάει; Με το γιακά της καμπαρντίνας σηκωμένο, σύρριζα στους τοίχους και σκυφτός, έτρεξε προς τη γωνία. Είδε σχεδόν φτάσει όταν μία φωνή ακούστηκε πίσω του:
-Φρανσουά!... Φρανσουά!...
Η Καίυ είχε βγει έξω στο πεζοδρόμιο και του έκανε νοήματα να επιστρέψει. Ένα ταξί είχε σταματήσει δυό σπίτια παραπέρα από το δικό τους, μεταφέροντας ένα ζευγάρι ξενύχτηδων.
Ουσιαστικά αλλαγή σκυτάλης. Οι μεν επέστρεφαν, οι άλλοι αναχωρούσαν. Η Καίυ κράτησε την πόρτα ανοιχτή μιλώντας με τον οδηγό, ενώ ο Κομπ πήγε να φέρει τη βαλίτσα από την είσοδο.
-Στο Σέντραλ Στέησιον.
Η ταπετσαρία στο ταξί κολλούσε από την υγρασία, και γύρω τους τα πάντα ήταν βρεγμένα και η ατμόσφαιρα παγωμένη, άγρια. Εξακολουθούσαν να μένουν αμίλητοι. Στους δρόμους δεν κυκλοφορούσε κανείς. Έτυχε μάλιστα να μη συναντήσουν ούτε ένα αυτοκίνητο μέχρι να φτάσουν στο σταθμό.
-Μην κατεβαίνεις, Φρανσουά. Γύρνα στο σπίτι.
Είχε τονίσει την τελευταία λέξη, ηθελημένα, για να του δώσει κουράγιο.
-Έχεις μιά ολόκληρη ώρα να περιμένεις.
-Δεν πειράζει. Θα πάω στο μπαρ να πιω κάτι ζεστό. Θα προσπαθήσω ίσως και να φάω.
Πόση προσπάθεια κατέβαλε για να χαμογελάσει! Το ταξί είχε σταματήσει και εκείνοι δεν αποφάσιζαν να κατεβούν και να διασχίσουν την κουρτίνα της βροχής που τους χώριζε από την αίθουσα αναμονής.
-Μείνε, Φρανσουά...
Δεν ήταν δειλία από την πλευρά του. Αλλά πραγματικά δεν ένιωθε ότι είχε τη δύναμη να την ακολουθήσει μέσα στο δαίδαλο του σταθμού, να παρακολουθήσει την αργή κίνηση του λεπτοδείκτη του τεράστιου ρολογιού, να ζήσει το χωρισμό τους λεπτό προς λεπτό, ανά δευτερόλεπτο, να παρακολουθήσει το πλήθος την ώρα που θα άνοιγαν οι πορτες για τις γραμμές και να δει το τρένο.
Έσκυψε προς το μέρος του. Πάνω στη γούνα της υπήρχαν σταγόνες βροχής. Όμως τα χείλη της ήταν καυτά. Έμεινα λίγο έτσι αγκαλιασμένοι, με την πλάτη του οδηγού μπροστά τους, και τότε διέκρινε μια λάμψη στις κόρες της και την άκουσε που μουρμούριζε σαν μέσα σε όνειρο, σαν μέσα σε παραμιλητό:
-Βλέπεις, τώρα έχω την εντύπωση ότι δεν πρόκειται για αναχώρηση... αλλά για άφιξη...
Απομακρύνθηκε από την αγκαλιά του. Άνοιξε την πόρτα, έκανε νόημα σε' έναν μαύρο αχθοφόρο που ήρθε και πήρε την βαλίτσα. Πάντα θα θυμόταν τα τρία γρήγορα βήματα της, το χρόνο του δισταγμού, τις γραμμοσκιάσεις και τον ήχο της βροχής στο πεζοδρόμιο.
Georges Simenon, Τρία δωμάτια στο Μανχάτταν (1946),
μτφρ. Α. Μακαρώφ για τις εκδόσεις Άγρα (2007)
μτφρ. Α. Μακαρώφ για τις εκδόσεις Άγρα (2007)
Πεθαίνω
ReplyDelete