Wednesday 12 June 2024

Γόβες στο χρώμα του μελανιού

Φλερτάροντας στο σούπερ μάρκετ, έτσι σκέφτεσαι να το πας από εδώ και πέρα. Γιατί όχι, δηλαδή; Ανάλαφρη πάνω στις μπαλαρίνες σου, πεταρίζεις από ράφι σε πάγκο μοιράζοντας χαμόγελα και ματιές σε υπαλλήλους και πελάτες. Συχνά-πυκνά πιάνεις κουβέντα, που τις περισσότερες φορές κόβεται απότομα, μόλις εμφανιστεί η συμβία φορτωμένη τυριά και μορταδέλες. Στο ταμείο δεν καθυστερείς, κρατάς πάντα μικρό καλάθι. Δεν είσαι και τόσο του φαγητού.

Τρεις μέρες τώρα, τρως το ίδιο. Κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο. Τέσσερις μερίδες βγάζει το κοτόπουλο. Καλά την έχεις, μαγείρεμα μεθαύριο πάλι. Στην δουλειά δεν καταναλώνεις τίποτα άλλο, μόνο καφέδες. Ο πρώτος στις έντεκα, ο δεύτερος στις δύο κι ο τελευταίος στις τέσσερις, όταν το κουζινάκι έχει ερημώσει. Καλύτερα να τον κόψεις τον τελευταίο, εκτός από την υγεία υποψιάζεσαι ότι σου χαλάει και τα κέφια.

Στο διπλανό γραφείο λένε ότι καταλαβαίνουν πότε έρχεσαι και πότε φεύγεις. Γνωρίζουν, λέει, το περπάτημά σου. Τους πιστεύεις. Από τα εικοσιπέντε σέρνεις τα πόδια σου. Τακούνια δεν φοράς ποτέ. Το να βρίσκεται το μισό σου πέλμα στον αέρα σε ανακατώνει. Ούτως ή άλλως, τα χαμηλά παπούτσια σε βολεύουν πολύ. Χρησιμοποιείς τα μέσα μαζικής συγκοινωνίας καθημερινά και σπάνια βρίσκεις κάθισμα. Δεν οδηγείς, ας πρόσεχες.

Κάθε φορά που μπαίνεις στο μετρό, όσο στέκεσαι στην κυλιόμενη σκάλα, οι παλμοί σου ανεβαίνουν. Το είπε και το χόλτερ. Η έξοδος, όμως, σε αποζημιώνει χίλια τα εκατό, ιδίως το ρεύμα αέρα που έρχεται και σε αρπάζει λίγο πριν φτάσεις στην επιφάνεια. Και το φως, καμιά φορά και κάτι ακόμη. Προχθές, ας πούμε, όταν ένα κεράκι αφτούμενο εκράτιες κ’ ήσβησέ σου. Ρίγησες σύγκορμη, μέσα κι έξω. Δεν ήταν η φωνή της νεαρής τραγουδίστριας που στεκόταν δίπλα στην έξοδο, ούτε το λάγνο βλέμμα που σου έριξε ο λυράρης. Ήταν ο γερο-παππούς σου που σιγοτραγουδούσε μια στροφή και η γιαγιά σου, που του απαντούσε τραγουδιστά την επόμενη· ξαπλωμένοι, στην κάμαρά του ο καθένας, δίπλα στο παραθυράκι που είχαν ανοίξει στη μεσοτοιχία που τους χώριζε. Τον παππού δεν τον πρόλαβες, αλλά οι ιστορίες της γιαγιάς ήταν η πρώτη σου επαφή με αυτό που οι άνθρωποι λένε «έρωτα».

Πριν πολλά χρόνια είχες αγοράσει ένα ζευγάρι ψηλές γόβες στο χρώμα του μελανιού. Δεν θυμάσαι την περίσταση, για την οποία τις πήρες. Κάποιος γάμος θα ήταν, ένας από τους πολλούς που σε κάλεσαν και δεν αξιώθηκες να πας. Δεν τις φόρεσες ποτέ έξω. Όταν τις ανακάλυψε στο βάθος της ντουλάπας, έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Είπε ότι ήταν «σκέτη κάβλα» και κάθε φορά που ερχόταν σου ζητούσε να τις φορέσεις στο κρεβάτι. Αρνιόσουν για καιρό, μα ήταν επίμονος και κατάφερε με παρακάλια να σε πείσει οκτώ μήνες αργότερα. Παρόλο που οι σόλες τους δεν είχαν πατήσει ποτέ κάτω, η αίσθηση ότι ακουμπούσαν τα σεντόνια σου σε αποσυντόνιζε. Εκείνος δεν το πήρε ποτέ χαμπάρι αυτό. Οι γόβες τον αφιόνιζαν.

Από εσένα αγαπούσε μόνο τα ελαττώματά σου. Να τα ξετρυπώνει, να τα ανατέμνει και να ρίχνει λάδι στη φωτιά τους. Δε σου είχε πει ποτέ «σ’ αγαπώ», αλλά ίσως κάτι τέτοιο να εννοούσε κάθε φορά που που έλεγε πόσο προβληματική περίπτωση είσαι. Όπως τότε που σε πέτυχε να κατουράς στην μπανιέρα, την ώρα που έκανες ντους. Γουστάρεις να κατουράς όρθια, τι κάνουμε τώρα; Δύο ώρες και βάλε κράτησε το κήρυγμά του με σκοπό να σου αποδείξει πόσο ανθυγιεινό ήταν αυτό που έκανες και σε τι κίνδυνο τον είχες εκθέσει τον παπάρα.

Μια βραδιά στα τέλη του προπερασμένου Οκτώβρη αποχώρησε οριστικά. Το σπίτι ολόκληρο βούιζε από τη βροχή. Σηκώθηκε κι έπιασε να ντύνεται χωρίς κουβέντες· τα μάτια του στο πάτωμα. Ήξερες ότι δεν θα ερχόταν ξανά. Όταν βγήκε από το δωμάτιο, δεν έτρεξες πίσω του. Τα πόδια σου είχαν πρηστεί μέσα στις ψηλοτάκουνες γόβες και δεν μπορούσες να κάνεις βήμα.

Η μητέρα λέει ότι με τα χαμηλά παπούτσια περπατάς σαν πάπια και αποκλείεται να «φτουρήσεις» άντρα έτσι. Δεν της έχεις πει τίποτα για τις γόβες, ούτε και για αυτόν. Κάθε Κυριακή απόγευμα που την επισκέπτεσαι, ρουφάς δυνατά το τσάι που σου σερβίρει και μπουκώνεσαι μπαγιάτικα μπισκότα. Υποκρίνεσαι πως την ακούς με προσήλωση, όσο μαγνητίζεσαι από τις κόρες των ματιών τις που διαστέλλονται αργά. Σου λέει ιστορίες από το χωριό και τα νιάτα της, όταν την κυνηγούσαν τσούρμο οι γαμπροί, αλλά εκείνη την πάτησε και παντρεύτηκε τον πατέρα σου. Λίγη σημασία έχει ένα στραβοπάτημα, λέει και προσπερνάει την ήττα της. Αυτό που μετράει είναι η περπατησιά, το λίκνισμα, οι μακριές γάμπες που σου φτιάχνουν τα δωδεκάποντα. Να σταυρώνεις τα πόδια κι ο άλλος να ζαλίζεται. «Αχ, σε τίποτα δε μου έμοιασες», λέει με παράπονο η μαμά.

Σηκώνεις τους ώμους.

Σου αρέσει να βολτάρεις με τα ίσια παπούτσια σου, αυτό είναι όλο.