Saturday, 30 September 2023

Κλέοβις & Βίτων

Ο ένας κείτεται κομματιασμένος σε ψάθα στο πάτωμα, ενώ ο άλλος στέκεται στη μέση του δωματίου ανέπαφος. Ένας χρόνος παρά δύο μέρες χρειάστηκε για να ξανασμίξουν, αιώνες αργότερα. Ήταν μία από τις σπάνιες εκείνες περιστάσεις, όπου αξιώνεται κανείς να αντιληφθεί την λεγόμενη «θεϊκή παρέμβαση».

Στις 30 Μαΐου 1893, ο Γάλλος αρχαιολόγος Ο. βρήκε, νοτίως του τεμένους, μαρμάρινο κούρο ύψους 2,16 μέτρων. Με τους καλοδουλεμένους μύες και τη στιβαρή του κορμοστασιά, το άγαλμα προκάλεσε αίσθηση. Οι επιστήμονες, που κατέφθασαν στους Δελφούς για να το εξετάσουν, αποφάνθηκαν ότι παρίστανε τον Απόλλωνα, παρόλο που δεν κράταγε λύρα ή τόξο. Στη συνέχεια, ο κούρος τοποθετήθηκε στην αποθήκη, με λουκέτο στην πόρτα.

Στα τέλη του επόμενου Μαΐου, ένα χτύπημα του κασμά στην πέτρα σήμανε επανεκκίνηση. Ο δυνατός ήχος ακούστηκε μέχρι το στάδιο, αναστατώνοντας στους εργάτες. Σχεδόν αμέσως, ο Ο. έφτασε στον χώρο. Μια μόνο ματιά στον θώρακα που ξεπρόβαλε από το χώμα, αρκούσε για να αναγνωρίσει την ομοιότητα. Με το σκουπάκι καθάρισε τους ώμους, ώσπου να αποκαλύψει τις άκρες των βοστρύχων, τρεις σε κάθε πλευρά, συμμετρικές, όπως ακριβώς τις περίμενε.

Μέχρι το βράδυ είχαν εντοπίσει όλα τα κομμάτια του κούρου, εκτός από το δεξί χέρι. Μόλις τον ξάπλωσαν στην αποθήκη, δίπλα στον δίδυμό του, οι άντρες που μετέφεραν τα μέλη του ένιωσαν δροσερό αέρα να τους στεγνώνει τον ιδρώτα κι ένα χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη τους. Αυτό συνεχίστηκε όσο κράτησε η συντήρηση των αγαλμάτων, διάστημα κατά το οποίο όλοι ανέφεραν ότι μόλις έμπαιναν στο δωμάτιο των κούρων ένιωθαν γαλήνη κι ακαταμάχητη ευφορία.

Ένα εξίσου ανεξήγητο φαινόμενο έχει παρατηρηθεί στο μουσείο, στην αίθουσα των κούρων, όπου βρίσκονται ιστάμενοι πια και οι δύο, με τα αριστερά πόδια στοιχισμένα: κάποια απογεύματα, λίγο πριν το κλείσιμο, ακούγονται απόμακρες ιαχές που σβήνουν όταν πέσει το σκοτάδι. Ο Ο., που ήξερε ότι οι κούροι είχαν φτιαχτεί από αργείτικο χέρι, είχε πει ότι επρόκειτο για ζητωκραυγές των λατρευτών της Ήρας. Επευφημίες για τους δίδυμους γιους της ιέρειας, που είχαν τρέξει σαρανταπέντε στάδια ζωσμένοι σαν βόδια στο άρμα, για να μεταφέρουν τη μητέρα τους στον ναό· για τους δύο άντρες που είχαν πεθάνει στον ύπνο τους, γιατί η ιέρεια είχε ζητήσει από τη θεά να τους ανταμείψει με το ανώτερο πράγμα που μπορούσε να αποκτήσει ο άνθρωπος. Η ιστορία αυτή είναι γνωστή στο προσωπικό του μουσείου, κι επειδή κανείς τους δεν συμφωνεί με το δώρο της Ήρας, αντιμετωπίζουν το φαινόμενο όχι με φόβο, αλλά με συμπόνια και κατανόηση.