Ομολογώ ότι δεν μου είναι εύκολο να σου γράψω, χωρίς να έχω δει ποτέ το πρόσωπό σου. Αναζήτησα φωτογραφικό υλικό με επιμονή, αλλά χωρίς επιτυχία. Έψαξα στη Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια, μα και σε άλλες, μεταγενέστερες εκδόσεις του Γενικού Επιτελείου Στρατού, ακόμη και στο διαδίκτυο. Μέχρι την Υπηρεσία Στρατιωτικών Αρχείων έφτασα. Εκ των πραγμάτων είμαι αναγκασμένη να βασιστώ στη φαντασία μου, καθώς, εκτός από τα γεγονότα στη Νάξο, ουδεμία αναφορά κατάφερα να εντοπίσω στο πρόσωπό σου. Με εξαίρεση δύο αράδες στο παράρτημα του έκτου τόμου της Εγκυκλοπαίδειας, όπου έλεγε ότι είχες γεννηθεί στα Τρίκαλα, το 1888 και είχες το βαθμό του αντισυνταγματάρχη πεζικού. Σχεδόν τριάντα χρόνων, ήσουν ένας άντρας νέος και, το δίχως άλλο, γεμάτος ενθουσιασμό εξαιτίας της αποστολής που σου είχαν αναθέσει. Δεν είχες άδικο, αφού, εκ των πραγμάτων, έμελλε να είναι το πλέον αξιομνημόνευτο από τα στρατιωτικά σου κατορθώματα και, κρίνοντας από τα διαθέσιμα δεδομένα, πιθανότατα το μοναδικό.
Το γεγονός ότι αποφάσισες να θέσεις σε εφαρμογή το σχέδιο ανήμερα την Πρωτοχρονιά λέει, αναμφίβολα, πολλά για τον χαρακτήρα σου. Όσο αποφασισμένος κι αν ήσουν, όμως, ο ενθουσιασμός που ανέφερα πιο πριν θα σου ήταν απολύτως αναγκαίος καθώς ανέβαινες την απότομη πλαγιά, κοιτάζοντας με μάτια δακρυσμένα από τον παγωμένο αέρα την ισχνή ημισέληνο να ανατέλλει. Ξεκινήσατε πεζή, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, από τον όρμο της Μουτσούνας1, όπου είχε προσαράξει το τορπιλοφόρο ΘΕΤΙΣ, φορτωμένοι με οπλισμό, προσπαθώντας να κινείστε όσο πιο αθόρυβα μπορούσατε. Η Απείρανθος βρίσκεται σε υψόμετρο 602 μέτρων κι εκείνη την εποχή συνδεόταν με το επίνειό της μέσω ενός εξαιρετικά κακοτράχαλου χωματόδρομου που χρησιμοποιούνταν κυρίως από βοσκούς και σμυριδεργάτες. Φτάσατε στο χωριό ξημερώματα της 2ας Ιανουαρίου 1917.
Βρίσκω εξαιρετικά δύσκολο να σε οραματιστώ να κατηφορίζεις, μαζί με τους 250 άντρες σου σε σχηματισμό μάχης, από τα Φανάρια, τα υψώματα στα νοτιοδυτικά του χωριού και να φτάνεις στην Ψαρή Πλάκα, εκεί που είναι η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Ούτε και τα απορημένα βλέμματα των αιφνιδιασμένων κατοίκων, που είχαν ανέβει στα δώματα των σπιτιών, μπορώ να φανταστώ. Μόνο την οσμή του καμένου ξύλου και τις καμινάδες να καπνίζουν μπορώ να φέρω στο μυαλό μου.
Ο Νικόλαος Τ. Γερακάρης, στον πρώτο τόμο του Σελίδες εκ της συγχρόνου ιστορίας - πρόσωπα και πράγματα (1936), αναφέρει πως όταν δήλωσες στον κοινοτάρχη ότι είχαν δεκαπέντε λεπτά να παραδοθούν αλλιώς θα έκαιγες το χωριό, εκείνος σου απάντησε ότι «πλην των ολίγων βενιζελικών του χωρίου ουδείς άλλος προσχωρεί, διότι οι κάτοικοι θεωρούσι την προσχώρησιν αλλαξοπιστίαν»2. Μόλις άκουσες την απόφαση τους, με μάτια ανέκφραστα αλλά μάλλον χαμογελώντας, δήλωσες ότι επρόκειτο να εκτελέσεις το τελεσίγραφο, αν και, στην πραγματικότητα, σκόπευες να το αγνοήσεις. Πριν καν λήξει, αρχίσατε με τους δικούς σου, που ήταν κρυμμένοι πίσω από ξερολιθιές, να εξαπολύετε «πυρά ομαδόν, δια επαναληπτικών γκρα, μάνλιχερ και ενός πολυβόλου, ούτινος η δευτέρα ταινία, θεία προνοία, δεν ελειτούργησε λόγω βλάβης, κατά του εις εγγύτατην απόστασιν ευρισκομένου εις διάφορα μέρη πλήθους», όπως αφηγείται ο Ν. Α. Κεφαλληνιάδης.3
Με την ιστορία αυτή ήρθα σε επαφή για πρώτη ακούγοντας την μητέρα της μητέρας μου, η οποία ήταν δεκατεσσάρων χρονών όταν έγινε η σφαγή. Μίλαγε με τον πατέρα μου για το θέμα, μα εγώ ήμουν πολύ μικρή, ούτε καν σχολείο δεν πήγαινα, για να καταλάβω. Παρ’ όλ’ αυτά, τη θυμάμαι, σαν να ήταν τώρα, να απαγγέλει «ήφαα μια, ζήτω του βασιλιά, ήφαα κι άλλη, ζήτω ντου και πάλι», τετράστιχο που είχε ξεστομίσει, λέει, μια γυναίκα, τότε που ρίχνατε στο ψαχνό. Χαράχτηκε στο μυαλό μου, έτσι παραστατικά που το έλεγε η «λαλά», και πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να αντιληφθώ ότι η γυναίκα εκείνη είχε σκοτωθεί από μία τρίτη βολή, η οποία την βρήκε, αμέσως μόλις είπε το ποιηματάκι, υποθέτω ξεφωνίζοντας.
Οι βιβλιογραφικές αναφορές βρίσκονται σε απόλυτη ομοφωνία ως προς τον αριθμό των νεκρών, που πάνω από τους μισούς ήταν άμαχοι, αλλά και αυτόν των «αναπήρων μέχρι πλήρους ανικανότητος» και των «τραυματισθέντων καιρίως»4. Έλα, παραδέξου πως φούσκωσες από περηφάνια μπροστά στον Άγγλο5 γιατρό που, μόλις μαθεύτηκε το συμβάν, έτρεξε να φροντίσει τους χτυπημένους. Όταν τέλειωσε με τους ντόπιους, ζήτησε να εξετάσει και τους δικούς σας, κι εσύ του απάντησες πως η Άμυνα δεν είχε ούτε έναν. Αγανακτισμένος, φώναξε πως αν ήσασταν υπόλογοι στη δικιά τους δικαιοσύνη θα σας είχαν στείλει στην κρεμάλα μαζί με τον αρχηγό σου έτσι που επιτεθήκατε σε άοπλους. Αντί να δικαιολογηθείς, θα γύρισες την πλάτη σου και θα απομακρύνθηκες χωρίς κουβέντα. Στο έργο του Κεφαλληνιάδη, εκτός από την εξιστόρηση των γεγονότων, υπάρχουν και τρεις προφορικές μαρτυρίες. Μία από τις αυτές ανήκει στη γιαγιά μου, που πρέπει να πλησίαζε τα ογδόντα όταν της πήραν τη συνέντευξη. Εκτός από το μπλόκο, το τελεσίγραφο, τους 37 που σκοτώσατε στο δώμα του Γαμπρούλη και τον γέρο που του χώσατε στον λαιμό την ξιφολόγχη, μίλησε και για «τσι πεθαμένοι που τσι θάψανε σ’ ένα λάκκο όλοι, χωρίς παπά, χωρίς νάχουνε το δικαίωμα να τσι κλάψουνε»6.
Τελικά, μπορώ να σε δω. Προβάλεις στον νου μου, μελαχροινός, μέτριου αναστήματος, σχεδόν λιπόσαρκος. Περιφέρεσαι στα μαρμάρινα πλακόστρωτα, που όμοια τους δεν έχεις ξαναδεί, κοπανώντας τις όλο καρφιά σόλες σου. Βαδίζεις αργά, με τις τρίχες στον σβέρκο σηκωμένες από την έξαψη. Σε συνεπαίρνει η φασαρία που έρχεται από το εσωτερικό των σπιτιών, όσο οι κάτοικοι ψάχνουν λευκά πανιά να κρεμάσουν στις εξώπορτες. Πηγαινοέρχεσαι από την Παναγία μέχρι την Πλάτσα με την πλάτη ολόισια και το σαγόνι ελαφρά ανασηκωμένο, ελέγχοντας την εφαρμογή των διαταγών σου. Δικαίωμά σου είναι όλα αυτά βεβαίως, δικαίωμα κυριολεκτικά κερδισμένο με το σπαθί σου. Μα, παρά τα όσα έγραψα παραπάνω, δεν γίνεται να μη σε ρωτήσω: τα κάρβουνα που έχεις για μάτια θα παρέμεναν το ίδιο πυρωμένα συναντώντας το βλέμμα εκείνης της δεκατετράχρονης;
Φυσικά, δεν περιμένω να έχεις απάντηση. Εξάλλου, ήταν πρακτικά αδύνατο να τη δεις, έτσι που ήταν κουλουριασμένη σε μια γωνιά του σπιτιού με τις αδελφές της, παρακολουθώντας τη μάνα να τραβάει με βία τα συρτάρια για να βρει μια άσπρη μαξιλαροθήκη, ένα σεμεδάκι, έστω ένα ξεσκονόπανο. Κι έτσι, οι κάτοικοι της Απειράνθου, από εκείνη τη μέρα μέχρι την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές της 6ης Νοεμβρίου 1920, βρέθηκαν υπό καθεστώς πραγματικής τρομοκρατίας. Η οικογένεια της γιαγιάς μου δεν είχε καμία απώλεια και η ίδια, λίγα χρόνια αργότερα, παντρεύτηκε από έρωτα τον παππού μου. Εσύ αγνοώ τι απέγινες, καθώς δεν έχει γραφτεί τίποτα άλλο για σένα, εκτός από το πότε αποστρατεύτηκες. Ούτε μία νύχτα, πιστεύω, δεν θα πέρασε μέχρι τον θάνατό σου, η χρονολογία του οποίου παραμένει άγνωστη, που, λίγο πριν σε πάρει ο ύπνος, να μην έρθουν στον νου σου τα Φανάρια.
1 Στον όρμο της Μουτσούνας βρίσκεται ο ομώνυμος οικισμός και το επίνειο της Απειράνθου, όπου μέχρι τη δεκαετία του 1980 γινόταν η μεταφόρτωση της σμύριδας από τα ορυχεία της Νάξου σε πλοία, προκειμένου να πουληθεί στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Εδώ κατέληγε και ο λεγόμενος «εναέριος σιδηρόδρομος», ένα είδος τελεφερίκ με χαρακτηριστικά βαγονέτα, που κατασκευάστηκε κατά τη δεκαετία του 1920, καθώς το έντονο γεωγραφικό ανάγλυφο της ναξιακής ενδοχώρας καθιστούσε εξαιρετικά δύσκολες τις χερσαίες μετακινήσεις.
2 Σελ. 266-267.
3 Απείρανθος, ιστορία-μνημεία-λαογραφία (1985), σελ. 291.
4 Σελίδες εκ της συγχρόνου ιστορίας – πρόσωπα και πράγματα (1936), τ. Α΄, σελ. 267-269.
5 Η παρουσία των Άγγλων, αλλά και των Γάλλων, στο Αιγαίο είχε ισχυροποιηθεί κατά τη διάρκεια του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου περίοδο μέσω της εγκατάστασης στρατιωτικών μονάδων σε πολλά νησιά, με επίσημη αιτιολογία την αντιμετώπιση των γερμανικών υποβρυχίων.
6 Σελ. 299.