Wednesday, 24 May 2023

Τρεις φόνοι

Νούμερο 1

Έλειπε δύο βδομάδες και τον είχα πεθυμήσει. Του ζήτησα να έρθει στο σπίτι για να το κάνουμε. Είπε ότι δεν προλάβαινε γιατί θα έφευγε πάλι την άλλη μέρα κι αν ήθελα να βρισκόμασταν έξω. Φόρεσα ένα φουστάνι με βαθύ ντεκολτέ και πήγα να τον βρω στο κέντρο. Μία ώρα έκανα με το λεωφορείο. Στεκόταν δίπλα στο περίπτερο και μιλούσε στο κινητό. Μου έκανε νόημα να περιμένω. Οχτώ λεπτά με είχε να στέκομαι εκεί. Όταν αξιώθηκε να το κλείσει, το φιλί που μου έδωσε ήταν ψόφιο. Με ζώσανε τα φίδια. Είπαμε να πάμε για φαΐ. Βρήκαμε ένα σουβλατζίδικο εκεί κοντά, σχεδόν άδειο. Η παραγγελία ήρθε αμέσως, γιατί τους ζήτησε να κάνουν σβέλτα. Όχι ότι πεινούσε, ίσα που ακούμπησε το φαγητό. Περίμενα ότι θα με πρήξει με τις δουλειές του, μα έπιασε να μου λέει κάτι φιλοσοφίες, ότι αν είναι να ταιριάξουν δυο άνθρωποι φαίνεται από την αρχή και τέτοια. Εγώ μπήκα στο νόημα, και καθόλου δε μου άρεσε. Την έπεσα στο σουβλάκι με απανωτές δαγκωνιές. Αυτός μίλαγε και μου έριχνε κάτι ματιές σκέτο πάγο. Κι εγώ δώστου να δαγκώνω το πιτόγυρο. Κι έτσι που το κράταγα, μου πέφτει μια χοντρή στάλα μουστάρδα στο βυζί. Κάνω να πιάσω τη χαρτοπετσέτα και μου αρπάζει το χέρι. Άστο, λέει, θα το κάνω εγώ. Πάω να τραβηχτώ, το χέρι του μέγγενη. Σήκω, πάμε στο ξενοδοχείο, λέει μέσα από τα δόντια του. Τον κοιτάω καλά-καλά, θέλω σε γαμήσω για τελευταία φορά, λέει, τι δεν καταλαβαίνεις. Κι έτσι που με κάρφωνε, συνειδητοποιώ ότι είχα γίνει μούσκεμα. Καθώς σηκωνόμουν από την καρέκλα, πρόλαβα κι έχωσα ένα πιρούνι στην τσάντα μου. Γιατί αυτή δεν θα ήταν η τελευταία φορά που με γαμούσε, θα ήταν η τελευταία του φορά γενικώς.


Νούμερο 2

Εκτός από εμένα, λάτρευε και τα αποσιωπητικά. Το δεύτερο δε χωρά αμφισβήτηση, διαθέτω αμέτρητα ντοκουμέντα εξάλλου. Το πρώτο απαιτεί διερεύνηση, αλλά είναι αργά πλέον. Το πιο εντυπωσιακό ήταν ότι κατάφερνε να τα χρησιμοποιεί ακόμη κι όταν μιλούσε. Δηλαδή, όταν σταματούσε να μιλά. Κι όλοι αντιλαμβάνονταν ότι είχε βάλει αποσιωπητικά. Σαν να ήθελε κάτι ακόμη να πει, μα δεν το ξεστόμιζε. Κάτι, τόσο αυτονόητο που δεν άξιζε ο κόπος ή, κάτι τόσο βαθύ, που δεν άξιζαν οι συνομιλητές του. Αναμφίβολα, ήταν άνθρωπος λακωνικός και φιλοσοφημένος σε υπερβολικό βαθμό. Στον γραπτό λόγο η κατάσταση ήταν χειρότερη, ιδίως όσον αφορά τα μηνύματα στο τηλέφωνο: μικρές φράσεις, δύο ή τρεις λέξεις το πολύ, απανωτές και πάντα να καταλήγουν σε αποσιωπητικά. Η συσκευή μου γέμιζε με μηνύματα που αποσιωπούσαν κάτι. Αν και δεν είμαι βέβαιη, φαντάζομαι ότι εγώ ανήκα στην κατηγορία του αυτονόητου, καθώς η σχέση μας μετρούσε έξι χρόνια και επτά μήνες. Παρόλα αυτά, οι ριπές μηνυμάτων με τρεις τελείες στο τέλος δεν έπαψαν ποτέ να με εκνευρίζουν. Προς υπεράσπιση μου, παραθέτω τα μηνύματα που μου έστειλε προχθές, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, όταν απαίτησα να μάθω που βρισκόταν και γιατί δεν είχε δώσει σημεία ζωής ολόκληρη την ημέρα:

«Σπίτι, είμαι πτώμα...»

«Έτρεχα, δουλειές...»

«Πήγα πάλι στο...»

«Οπότε...»

«Χάλια. Ξέρεις...»

«Σε καλώ αύριο...»

Το τελευταίο μήνυμα ήταν «Σε φιλώ...», όπως είδα εκ των υστέρων, αλλά δεν το διάβασα εκείνη τη στιγμή. Αντιθέτως, άνοιξα τη μηχανή αναζήτησης για να βρω ακριβώς πόσο θα έπρεπε να είναι το διαμέτρημα της κάννης, ώστε να μη θρυμματιστεί το κρανίο. Τον τύπο του όπλου τον εντόπισα το επόμενο πρωί και μέχρι το απόγευμα είχα καταφέρει να το αποκτήσω. Ο γνωστός μου αποδείχτηκε ότι είχε απόλυτο δίκιο: επρόκειτο για εξαιρετικά ακριβές εργαλείο που άξιζε πλήρως τα χρήματα που έδωσα. Οι τρεις ευθυγραμμισμένες οπές στο μέτωπο του αποτελούν αδιάσειστη απόδειξη για αυτό.


Νούμερο 3

Δεν κατάλαβα κι εγώ η ίδια πώς έφτασα στο σημείο αυτό. Ήταν καιρός που ένιωθα διαφορετικά. Αυτό που είχα δεν έφτανε. Λαχταρούσα όσο τίποτα στον κόσμο να πάμε μια βόλτα στη θάλασσα. Καιγόμουνα να να πιούμε έναν καφέ στην πλατεία. Στη χρονοσχισμή δεν υπήρχε παρά ένα άδειο βενζινάδικο από τη δεκαετία του ογδόντα. Το είχε ανακαλύψει σε ένα από τα ταξίδια του, πριν γίνουμε ζευγάρι. Όταν τα πράγματα μεταξύ μας προχώρησαν, είχε πει: «θα σε πάω σε ένα μέρος που δεν υπάρχει». Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή το πράγμα με είχε γοητεύσει· το βενζινάδικο, η απόλυτη ερημιά, αλλά κι αυτό που έκανε με τα μάτια του και μπαίναμε στην χρονοσχισμή. Λίγο-λίγο, είχαμε φτιάξει το μέρος κι ήταν βολικό. Είχαμε βάλει ένα στρώμα πίσω από τον πάγκο του ταμείου και δυο πολυθρόνες σκηνοθέτη στη τζαμαρία. Πιο πολύ απ’ όλα του άρεσε να χαζεύουμε παρέα τα σύννεφα. Στη χρονοσχισμή τα σύννεφα ήταν σκέτη μαγεία, με όλα εκείνα τα χρώματα. Κάναμε έρωτα, κι έπειτα καθόμασταν στις πολυθρόνες. Φέρναμε ποτά και φαγώσιμα μαζί μας. Κανείς δεν επρόκειτο να μας ενοχλήσει. Κι οι ώρες ήταν ατελείωτες, ακόμη και μέρες ολόκληρες, γιατί στην χρονοσχισμή ο χρόνος δεν προχωρούσε. Μα, ακόμα κι αν δεν είχε ψεγάδια, εκείνη η ξενοιασιά έκανε όλες τις στιγμές ίδιες· τις ισοπέδωνε. Τρεις μήνες μετά την πρώτη μας επίσκεψη, του είπα πως η έλλειψη εναλλαγών θα μας το χάλαγε. Απάντησε ότι εκεί είχαμε ακριβώς ό,τι χρειαζόμασταν και να μην φοβάμαι. Στο τετράμηνο του ζήτησα να βρεθούμε κάπου εκτός χρονοσχισμής και είπε: «πολλή βαβούρα μωρό μου, δεν αξίζει». Όταν, λίγες μέρες αργότερα, επανέλαβα αυτή μου την επιθυμία κι ο Ταξιδευτής μου γέλασε, ο αέρας στην χρονοσχισμή άρχισε να γίνεται πιο αραιός. Από τότε, κάθε φορά ζήταγα το ίδιο πράγμα κι αυτός αρνιόταν. Η διάρκεια των επισκέψεων είχε μικρύνει αισθητά εξαιτίας των κρίσεων βήχα που με έπιαναν και φεύγαμε βιαστικά. Μέχρι εκείνο το απόγευμα, που περιμέναμε τη βροχή κοιτάζοντας κάτι μολυβένια σύννεφα και είπε ότι δεν θα γινόταν ποτέ αυτό που ήθελα· γιατί ο χρόνος του εκτός χρονοσχισμής ανήκε σε άλλη γυναίκα. Μία τόσο δραστική εναλλαγή καταστάσεων ήταν κάτι που δεν πίστευα ποτέ ότι μπορούσε να συμβεί εκεί. Ίσως για τον λόγο αυτό δεν κατάφερα να συγκρατήσω το χέρι μου, όπως τινάχτηκε κρατώντας το μαχαίρι για το μήλο· ούτε αντέδρασα όσο έβλεπα το αίμα που τιναζόταν μέχρι το ταβάνι. Ώσπου να μπορέσω να πλησιάσω το ακίνητο κορμί χρειάστηκα πολλή ώρα, μα ο παγωμένος χρόνος είναι αδύνατο να μετρηθεί. Κι έτσι συνειδητοποίησα ότι δεν είχα πια τρόπο να φύγω. Από τότε, τρέφομαι με χόρτα κι έντομα περιμένοντας κάποιον άλλο να ανακαλύψει την χρονοσχισμή. Το σώμα του κείτεται ανέπαφο στην αποθήκη, όπου κατάφερα με τα πολλά να τον μεταφέρω. Συχνά κάθομαι στην πολυθρόνα του σκηνοθέτη και ονειρεύομαι ότι οι Ταξιδευτές φίλοι του τον αναζητούν και ακολουθώντας διάφορα στοιχεία με πλησιάζουν. Στην πραγματικότητα, είμαι βέβαιη ότι δεν είχε κανέναν φίλο.