Sunday, 19 September 2021

Joseph Roth, Ο σταθμάρχης Φαλλμεράυερ (1933)

Μια μέρα τον Μάρτιο του 1914 ο Άνταμ Φαλλμεράυερ καθόταν ως συνήθως στο γραφείο του. Ο τηλέγραφος κροτάλιζε αδιάκοπα. Και έξω έβρεχε. Είχαν πιάσει νωρίς οι βροχές. Πριν από μία βδομάδα μόλις, φτυάριζαν ακόμα το χιόνι από τις ράγες και τα τρένα έρχονταν κι έφευγαν με τρομερές καθυστερήσεις. Και ξαφνικά μία νύχτα άρχισε να βρέχει. Το χιόνι χάθηκε. Κι απέναντι από τον μικρό σταθμό, εκεί όπου η απρόσιτη εκτυφλωτική ομορφιά του αλπικού χιονιού υποσχόταν αιώνια κυριαρχία του χειμώνα, απλωνόταν εδώ και λίγες μέρες μια απερίγραπτη γκριζογάλανη θολούρα, που δεν είχε καν όνομα: σύννεφα, ουρανός, βροχή και βουνά, όλα ένα. 
 
Έβρεχε και ο αέρας ήταν χλιαρός. Η άνοιξη είχε έρθει βιαστική πριν από την ώρα της – τέτοια βιαστική άνοιξη δεν είχε ξαναδεί ο σταθμάρχης Φαλλμεράυερ. 
 
[Joseph Roth, Ο σταθμάρχης Φαλλμεράυερ (1933), μτφρ. Μ. Αγγελίδου για τις εκδόσεις Άγρα (2021)]