Η αυτοκτονία σου υπήρξε σκανδαλώδους
ομορφιάς.
Μια μέρα, τον
χειμώνα, πήγες μόνος σου στην εξοχή για
ιππασία. Ήταν τέσσερις η ώρα. Σκοτείνιασε
και ήσουν ακόμα χιλιόμετρα μακριά από
το ιπποφορβείο. Ερχόταν καταιγίδα.
Ξέσπασε ενώ κάλπαζες καταμεσής των
απομονωμένων χωραφιών. Το περίγραμμα
της πόλης αχνοφαινόταν από μακριά κυανό
και μαύρο. Ο κεραυνός και η αστραπή δεν
τρόμαξαν το ζώο. Είχες διεγερθεί από
την κακοκαιρία. Είχες γίνει ένα με το
άλογο, που την οσμή του ενέτεινε η βροχή.
Τελείωσες τη βόλτα σου μέσα στην υγρή
σκοτεινιά, ενώ τα πέταλα του αλόγου
τίναζαν παχιά λάσπη σε κάθε τους
διασκελισμό.
[Édouard
Levé,
Αυτοχειρία (2008), μτφρ. Κ. Χανδρινού
για τις εκδόσεις Κείμενα (2021)]