Βάδιζε
στην άσφαλτο μούσκεμα απ' τη βροχή.
Σωστός κατακλυσμός. Μέσα στον αγέρα
έπιασε τη μυρωδιά του πανωφοριού του,
που ήταν φτιαγμένο από καουτσούκ.
Και
τότε, είδε τα καλώδια του τραμ πάνω απ'
το κεφάλι του να βγάζει κάτι μαβιές
σπίθες· ένιωσε κάτι παράξενο. Η τσέπη
του πανωφοριού του προστάτευε το
χειρόγραφο ενός έργου που σκόπευε να
δημοσιεύσει στο μικρό τους περιοδικό.
Περπατώντας στη βροχή, κοίταξε άλλη μια
φορά ψηλά τη γραμμή του τραμ.
Τα
σύρματα συνέχιζαν να βγάζουν δυνατές
σπίθες. Δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα
που να το επιθυμεί τόσο πολύ σε αυτήν
τη ζωή· αλλά εκείνες τις μαβιές σπίθες
-εκείνα τα αγρίως τικτόμενα άνθη της
φωτιάς- θα έδινε και τη ζωή του για να
μπορούσε να τις κρατήσει στα χέρια του.
Ρυονοσούκε Ακουτάγκουα, Βίος και πολιτεία ενός ηλίθιου, 1927
(μτφρ.
Α. Κορρέ για τις εκδόσεις Κοβάλτιο, 2018)