Όλο
το βράδυ ο αέρας είχε φέρει πάνω από τη
θάλασσα βαριά, πυκνά ανοιξιάτικα σύννεφα,
ένιωθες στα πνευμόνια σου, στην καρδιά
σου ότι ο ουρανός είχε κατέβει χαμηλά
και σε πίεζε – ξαφνικά άρχισαν να πέφτουν
μερικές σταγόνες και πολύ σύντομα μια
καταρρακτώδης βροχή που, παρασυρμένη
από τον αέρα, έσκαγε με δύναμη στο χώμα.
Ασυναίσθητα κατέφυγα στο πρόστεγο ενός
περιπτέρου και, παρόλο που άνοιξα την
ομπρέλα μου, οι ριπές του ανέμου μού
έβρεχαν τα ρούχα. Μέχρι ψηλά στο πρόσωπό
μου και στα χέρια μου ένιωθα να με
πιτσιλάει η παγωμένη λάσπη, από τις
σταγόνες που έσκαγαν με θόρυβο στο χώμα.
Αλλά
-και ήταν τόσο φρικτό το θέαμα, που ακόμα
και σήμερα, είκοσι χρόνια μετά, στην
ανάμνησή του νιώθω ένα κόμπο στον λαιμό-
μέσα σε εκείνη τη νεροποντή ο δύστυχος
άντρας έμεινε να κάθεται ασάλευτος στο
παγκάκι, ούτε που κουνήθηκε. Από τις
μαρκίζες έπεφτε και κελάρυζε το νερό,
από την πόλη ακούγονταν άμαξες να
βροντούν, φιγούρες με τα παλτά ανασηκωμένα
πάνω από το κεφάλι έτρεχαν δεξιά κι
αριστερά· κάθε ζωντανό
πλάσμα έσκυβεε φοβισμένο το κεφάλι,
προσπαθούσε να κρυφτεί, να δραπετεύσει,
αναζητούσε καταφύγιο, σε ανθρώπους και
ζώα ένιωθες τον φόβο μπροστά στο
καταρρακτώδες αυτό στοιχείο της φύσης
– μονάχα εκείνο το ανθρώπινο κουβάρι
στο παγκάκι δε σάλευε και δεν κουνιόταν.
Stephan Zweig, Είκοσι τέσσερις ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας (1927),
από το Ο ονειροπόλος κύριος Τσβάιχ - Εννέα ιστορίες,
εισαγωγή - ανθολόγηση - μετάφραση Γ. Λαγουδάκου για τις εκδόσεις Μεταίχμιο (2015)