Φαινότανε, αλήθεια,
πως ο πατέρας είχε δίκιο και πως ο
ουράνιος Νεφεληγέτης, που τόσο συχνά
εξυμνείται, που οι σύγχρονοι μας
πικρόχολοι τον έχουν αποκαλέσει κάποιες
φορές “ο προαιώνιος γελωτοποιός”, είχε
στρέψει το θυμό του κατά του πεπρωμένου
τους.
Άρχισε να βρέχει –
μια βροχή αδιάκοπη, σαν χείμαρρος,
κατακλυσμιαία, έπεσε στους αχνισμένους
λόφους, πνίγοντας το χορτάρι και τις
φυλλωσιές πάνω στις πλαγιές, προκαλώντας
ένα κατρακύλισμα ρευστοποιημένης γης
πάνω σ' έναν συνοικισμό, μεταμορφώνοντας
μικρά ποταμάκια των βραχιασμένων βουνών
σε μιαν αφρισμένη αναταραχή από κίτρινα
νερά. Αυτοί οι δίχως προηγούμενο
καταρράχτες υποσκάψανε τις κίτρινες
όχθες, ανασκάψανε τις πλαγιές των λόφων.
Ρουφήξανε τις απότομες κατωφέρειες
κάτω από τις σιδηρογραμμές, αφήνοντας
τες κρεμασμένες στις αέρινες τραβέρσες
τους, δρασκελίζοντας μια ξεκοιλιασμένη
ρεματιά.
Η πλημμύρα έφτασε
στο Άλταμοντ. Τα νερά κατέβηκαν
συγκλίνοντας από τους λόφους, ξεχείλισαν
αφρισμένα το ποταμάκι πέρ' από τις όχθες
του σαν ένας πλατύς καταστροφικός
Μισισιπής. Ρημάξανε τα χθαμαλά του
ποταμού, παρασύρανε σιδερένια και ξύλινα
γεφύρια σαν να 'τανε φύλλα, καταστρέψανε
τα σπίτια των σιδηροδρομικών και όλους
όσοι έμεναν σ' αυτά.
Η πόλη κόπηκε από
κάθε επικοινωνία με τον κόσμο. Στο τέλος
της τρίτης εβδομάδας, καθώς τα νερά
αποσύρονταν πια στην κοίτη τους, ο Χιου
Μπάρτον κι η γυναίκα του, ζαρωμένοι και
άκεφοι μέσα στην μεγάλη Μπουίκ, ξεκίνησαν
μέσ' από τις πλημμυρισμένες δημοσιές,
αργοσύρθηκαν με την ψυχή στο στόμα πάνω
από ασταθή πλωτά γεφύρια, αντιμετωπίζοντας
την ακαταμάχητη οργή των νερών για ν'
αποτελειώσουν τον μήνα του μέλιτος που
είχε αρχίσει με τόσο κακούς οιωνούς.
Thomas Wolfe, Γύρνα σπίτι, άγγελέ μου (1929),
μτφρ. Κοσμά Πολίτη
για τις εκδόσεις Μεταίχμιο (2017)