Ο Μαρτίν δεν απάντησε.
Όταν βγήκε έξω είχε νυχτώσει.
Ο παγωμένος σκοτεινός ουρανός έμοιαζε να στροβιλίζει την ψυχή του. Έπεφτε μια ψιλή βροχή που την στροβίλιζε εκείνος ο νοτιοανατολικός άνεμος· ο άνεμος που (έλεγε ο Μπρούνο) κάνει ακόμα πιο βαθιά τη μοναξιά και τη θλίψη του κατοίκου του Μπουένος Άιρες που, κοιτάζοντας από το βρώμικο παράθυρο ενός καφενείου, ψιθυρίζει “τι κωλόκαιρος”, ενώ βαθύτερα μέσα του σκέφτεται “τι απέραντη θλίψη”.
Νιώθοντας την παγωμένη βροχή στο πρόσωπό του, βαδίζοντας άσκοπα, με συνοφρυωμένο ύφος, κοιτάζοντας επίμονα μπροστά του, σαν να είχε συγκεντρώσει την προσοχή του σ' ένα πελώριο αίνιγμα, ο Μαρτίν επαναλάμβανε τρεις λέξεις: Αλεξάνδρα, Φερνάντο, τυφλοί.
Ernesto Sabato, Περί ηρώων και τάφων
μτφρ. Μανώλης Παπαδολαμπάκης για τις εκδόσεις Εξάντας (1986)