Ξαφνικά αισθάνθηκε να την παρασέρνει το πλήθος, που στο τέλος της
λειτουργίας συνωθούνταν γύρω από το αγιασματάριο. Για μια στιγμή είδε
ξανά τη γριά και ένιωσε πάνω της το εξεταστικό και απειλητικό βλέμμα
της· aλλά αμέσως χάθηκε μαζί με το γιο της στο πλήθος. Η εκκλησία
άδειασε και ο κόσμος σκορπίστηκε στα δρομάκια· τα άλογα απομακρύνθηκαν
καλπάζοντας ήσυχα. Τώρα τον ήλιο, που είχε ανέβει ψηλά, τον πίεζε ένα
μαύρο σύννεφο και οι ακτίνες πέφτοντας επάνω σε αυτή τη σκιά που προμήνυε
καταιγίδα, αντανακλούσαν εκτυφλωτικά και έσπαγαν στην κοιλάδα. Η Έλενα
άνοιξε το βήμα της, προσβλέποντας βροχή. Σχεδόν χωρίς προσπάθεια,
αβίαστα, βρήκε το δρόμο να επιστρέψει. Μόλις είχε φτάσει στην
καγκελόπορτα, όταν ο σκοτεινιασμένος και μαζί αστραποβόλος αέρας γύρισε
σε θύελλα και η σκόνη, ανάμεικτη με νερό, στροβιλίστηκε ολόγυρα. Και
έβρεξε με τυφλή μανία.
Elsa Morante, Το ανδαλουσιάνικο σάλι και άλλες ιστορίες (1963),
μτφρ. Χαράς Σαρλικιώτη για τις εκδόσεις Άγρα (2004)