Wednesday, 17 June 2015

Για ένα δυσεύρετο μικρό θαλασσινό κοχύλι

Οι ταράτσες των σπιτιών υψώνονται επάλληλες στο παράθυρο της κουζίνας μπροστά στον κλειστό ουρανό. Σκύβει για να δέσει τα κορδόνια του. Το φλιτζανάκι του καφέ στον άδειο νεροχύτη. Ησυχία. Φοράει το σακάκι. Ανοίγοντας η εξώπορτα, αφήνει να μπει στο σπίτι ψυχρός αέρας και ο θόρυβος της βροχής στα φύλλα των δέντρων.  Στον μικρό κήπο στέκεται δίπλα στη μουριά. Για λίγο. Κλείνει τα μάτια με τα χέρια στις τσέπες. Στην δεξιά ο φάκελος με την σκισμένη άκρη. Χοντροί κόκκοι άμμου χώνονται στα νύχια του. Ο δρόμος ξετυλίγεται γυαλιστερός μπροστά του και το χώμα βρεγμένο μυρίζει βαριά. Ο άνεμος που σηκώνεται φέρνει κάτι σαν παιχνίδισμα από τις άκρες των μαλλιών της στο πρόσωπό του.
Τα φύλλα θροΐζουν στροβιλιζόμενα στο μακρύ πεζοδρόμιο της κυκλωμένης από βουνά πόλης.
Το νέο φως αφήνει μια ψυχρή απόχρωση στις επιφάνειες του άδειου γραφείου. Από το μπαλκόνι, η καθαρίστρια κουνάει το χέρι. Κάνει μία μικρή υπόκλιση προς την κατεύθυνσή της. Προχωράει στο διάδρομο. Κλείνοντας την πόρτα, η λάμπα που ανάβει φωτίζει το ανοιχτό ντοσιέ. Τακτικά αραδιασμένα ιδεογράμματα σε σειρές. Σε λίγο θα αρχίσει να τις ακολουθεί, μία-μία. Ένα πράσινο λαμπάκι ανάβει στον σκοτεινό και μακρόστενο όγκο του υπολογιστή, που αρχίζει να βουίζει. Στο παράθυρο μόνο γκρίζα σύννεφα
Απόλυτα συγκεντρωμένος εδώ και δύο ώρες, ίσως και περισσότερο. Πληκτρολογεί χωρίς θόρυβο. Ρυθμός σταθερός και ράχη ολόισια. Μακρινές φωνές, βήματα στο διάδρομο, η βροχή στο τζάμι. Κάπου χτυπάει ένα τηλέφωνο. Ο δίπλα κροταλίζει τις αρθρώσεις των δακτύλων του στην μεσοτοιχία. «Σύσκεψη σε δύο ώρες» φωνάζει. Εκείνος κουνάει το κεφάλι χωρίς να τραβήξει τα χέρια από το πληκτρολόγιο. Σαν να ξεχνάει ότι ο άλλος δεν βρίσκεται μέσα στο δωμάτιο. Στην ησυχία που θα επικρατήσει αργότερα θα του φανεί ότι άκουσε το κρώξιμο ενός περαστικού γλάρου.
Το μεσημεριανό διάλειμμα στον παγωμένο αέρα, που γδέρνει τα μάγουλα και το λαιμό. Δεν βρέχει πια. Περπατάει ως το πάρκο. Οι φυλλωσιές γυαλίζουν μουσκεμένες. Κάθεται σε ένα παγκάκι στα αριστερά της κεντρικής αλέας. Στο διπλανό μία νεαρή γυναίκα με μπλε παλτό, όλα τα υπόλοιπα άδεια. Κοιτάζει το μικρό κομμάτι ουρανού ανάμεσα στις κορυφές των δέντρων. Λεύκες, πλατάνια και ψηλές νεραντζιές. Ανασαίνει. Θα ήθελε να υπάρχει μία μικρή λίμνη με νούφαρα κάπου εκεί. Κι ένα ρυάκι τριγύρω στο πάρκο. Το χώμα στα πόδια του είναι σκληρό και ξασπρισμένο. Κάθε φορά που έρχεται εδώ κάνει τις ίδιες σκέψεις. Ίσως αυτό συμβαίνει επειδή, όσο κι αν έχει προσπαθήσει, είναι ανίκανος να πάψει να αναζητά πράσινες σκιές σφενδάμων κι ένα περίπτερο με εξαγωνική στέγη.
Ένα κορίτσι πλησιάζει. Είναι γύρω στα πέντε και κρατάει ένα κορδόνι με ένα ξύλινο σκύλο στην άκρη του. Αντί για πόδια, ο σκύλος έχει ρόδες. Τον κοιτάει αμίλητη. Της κουνάει το χέρι με τα νύχια τα γεμάτα άμμο. Του απαντάει γνέφοντας, στέλνοντας του μία αέρινη ριπή που μυρίζει αλμύρα. Χαμόγελο αποχαιρετισμού, ο θόρυβος που κάνουν τα πέλματά του παιδιού συνθλίβοντας μικρά λευκορόδινα κοχύλια, καθώς απομακρύνεται τρεχάτο με το παιχνίδι να σέρνεται λασπωμένο πίσω του. Εκείνη ήταν που δεν ήθελε παιδί. Ένα βράδυ, στο στενό μπαλκόνι είχε μετρήσει το πάθος, που θα τους αφάνιζε και δεν θα άφηνε τίποτα για τον απόγονο. Ήταν μια απόφαση αδιαμφισβήτητη. Σιωπηλός εκείνος συνέχισε να τρίβει τις μελαψές τις γάμπες, τις κουρασμένες από τον χορό και τον έρωτα. Δεν είχε βρει κάποια κουβέντα που να ταιριάζει με την δική της σε βαρύτητα. Σηκώνεται. Το παντελόνι του είναι υγρό. Τελικά, η Έιμυ έκανε ένα κοριτσάκι. Το έμαθε πριν δύο χρόνια. Τώρα θα είχε την ηλικία της μικρής με τον ξύλινο σκύλο. Για πολλούς μήνες φανταζόταν το πως θα τον κοίταζε, για ώρα πολλή, χωρίς να μιλάει, όταν θα την συναντούσε, ίσως στην στάση του λεωφορείου ή σε κάποιο πολυκατάστημα του κέντρου με το καροτσάκι. Το μωρό θα είχε μεγάλα μαύρα μάτια κι εκείνη θα στεκόταν αγέρωχη στις γόβες τις. Αέρας. Το κύμα σκάει αφρίζοντας παγωμένο. Πνίγει τα βήματά της επιστροφής κατά μήκος μιας έρημης ακτής.
Στο γραφείο πάλι. Οι σειρές ιδεογραμμάτων δίπλα στο χοντρό σημειωματάριο, κάτω από το ηλεκτρικό φως. Δουλεύει σιωπηλά. Νιώθει σε ολόκληρο το σώμα του το βάρος του φακέλου στην τσέπη του σακακιού του, του κρεμασμένου στον καλόγερο. Οι σελίδες στο ντοσιέ λιγοστεύουν. Μία ώρα πριν το σχόλασμα, το κεφάλι του δίπλα εμφανίζεται στο άνοιγμα της πόρτας. Λέει «πάμε για ποτό απόψε». Προφασίζεται αδιαθεσία. Μούσκεψε το παντελόνι του στο πάρκο, μάλλον την άρπαξε. Ο άλλος απαντάει «καλά, εντάξει». Τον κλείνει για την επόμενη Παρασκευή «οπωσδήποτε». Δεν φέρνει αντίρρηση και επιστρέφει στο πληκτρολόγιο.
Έξω έχει σχεδόν  σκοτεινιάσει. Η βροχή χτυπά το τζάμι ρυθμικά, χωρίς εξάρσεις και αυξομειώσεις. Τεντώνεται προς τα πίσω και συνεχίζει να γράφει με απλωμένους βραχίονες και φρύδια ελαφρώς σμιγμένα. Σιγά-σιγά, ο χτύπος του σφυγμού πίσω από την μεσόφρυα ρυτίδα  μετατρέπεται σε πόνο. Ο ανοιγμένος φάκελος πλάι στο αριστερό του χέρι. Λίγοι κόκκοι άμμου λερώνουν τη γυάλινη επιφάνεια του γραφείου. Στο Χοκάιντο χιόνισε. Πριν από ένα μήνα. Αποκλείστηκαν στο σπίτι για δύο ημέρες. Τις πέρασαν διαβάζοντας και τρώγοντας την ξηρά τροφή, με την οποία η Σατόκο είχε γεμίσει τα ντουλάπια πριν ξεσπάσει η κακοκαιρία. Το βράδυ ξάπλωναν σε φουτόν γύρω από το τζάκι, όλοι μαζί, γιατί έκανε τόσο κρύο, που οι θερμάστρες δεν κατάφερναν να ζεστάνουν τα δωμάτια του πάνω ορόφου. Στην πραγματικότητα, όμως, ελάχιστα είχαν καταφέρει να κοιμηθούν. Ξαπλωμένοι, με τις σκιές της φωτιάς να παίζουν στα πρόσωπά τους, έλεγαν ιστορίες από τα καλοκαίρια, όταν μαζεύονταν όλοι στο νησί. Ο μεγάλος αδελφός τους πήγαινε τα απομεσήμερα βόλτα με τη βάρκα μέχρι την ακτή Σιμαμούι, για να ψαρέψουν γατόψαρα.  Η λειασμένη επιφάνεια του κουπιού στο χέρι του. Εκείνου. Του μεγάλου αδελφού.
Η λάμπα σβήνει.
Οι σόλες του χτυπάνε στο πλαστικό δάπεδο του διαδρόμου κι έπειτα στο πεζοδρόμιο. Την ώρα που σκύβει να βάλει το κλειδί στην κλειδαριά ακόμη ένα άγριο κύμα πίσω του. Το φως των αδύναμων φαναριών τρεμοπαίζει διαθλώμενο στις σταγόνες που κυλάνε στα τζάμια. Οι υαλοκαθαριστήρες πηγαινοέρχονται στριγκλίζοντας ρυθμικά και το ραδιόφωνο σιγεί. Ο αέρας μέσα στο αυτοκίνητο είναι υγρός και μυρίζει καθαριστικό. Κρυώνει. Αναριγεί και πατάει το γκάζι. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου νιώθει το αυτοκίνητο να γλιστρά εκτός πορείας στην άσφαλτο. Ο δρόμος άδειος και σκοτεινός.
Το σπίτι μυρίζει κλεισούρα. Η Έιμυ άφηνε το παράθυρο του καθιστικού ανοιχτό, ό,τι καιρό κι αν είχε. Οι περισσότερες οσμές την ενοχλούσαν. Η μούχλα,  ο ιδρώτας, η ναφθαλίνη, ο καφές. Όταν μύριζε σκόρδο, σόγια ή τηγανισμένο ψάρι αρρώσταινε. Μαγείρευε μόνο μακαρόνια και σαλάτες. Δεν ήθελε να δέχονται επισκέπτες γιατί έφερναν μαζί τους μυρωδιές που την αηδίαζαν. Μόλις έφευγαν άνοιγε όλα τα παράθυρα. Τα άφηνε έτσι για ώρες. Του ζητούσε να κάνει ντους, να λούζει τα μαλλιά του, να πλένει τα χέρια του. Συνέχεια. Λίγο πριν φύγει δεν άντεχε ούτε το άρωμά της και σταμάτησε να το φοράει. Πλενόταν αποκλειστικά με πράσινο σαπούνι και κοιμόταν σε χωριστό κρεβάτι, μόνη της. Μαζί πέρναγαν μόνο λίγες ώρες το βράδυ, μετά τη δουλειά. Πολλές φορές καβγάδιζαν για τις μυρωδιές ή άλλες αφορμές. Εκείνος λιγόλογος, σχεδόν βουβός. Θυμωμένη του φώναζε βρισιές προσπαθώντας να τον κάνει να ξεσπάσει. Η συμφιλίωση αργούσε και δεν ήταν ποτέ ολοκληρωτική. Πάντα έλειπε ένα κομματάκι. Ακόμη ένα κάθε φορά.
Βγάζει τα παπούτσια και το σακάκι, γεμίζει τη ρυζιέρα και ξεφλουδίζει ένα κρεμμύδι. Στο άνοιγμα της πόρτας τα κύματα λυσσομανούν. Τελικά του είπε «δεν αντέχω άλλο εδώ μέσα». Στεκόταν μπροστά στην εξώπορτα με μία βαλίτσα στο χέρι. Φόραγε την κόκκινη καμπαρντίνα που αντηχούσε νότες τάνγκο στις στροφές. Με τα μυτερά της τακούνια θρυμμάτισε αμέτρητα λευκορόδινα κοχύλια, βαδίζοντας  ανυπόμονη. Χωρίς διόλου έλεος, τα στιλέτο της βεβήλωσαν την ακτή, όπου είχαν περάσει εκείνο το πρωινό, τρεις μήνες μετά που την πρωτοείδε στο Σελέκτ. Τα μάλλινα πουλόβερ κοκκίνιζαν το δέρμα στα μπράτσα τους, όσο εκείνοι καλοδέχονταν, με δάκρυα στα μάτια, το ανεμόβροχο που γέμιζε τον ουρανό με τα μαλλιά της και άγρια αρμύρα.
Το Χοκάιντο της είχε φανεί πληκτικό. Είπε πως δεν θα μπορούσε να ζήσει ούτε εβδομάδα εκεί. Το σπίτι ήταν μικρό, οι δρόμοι επαρχιακοί, το φαγητό βρωμερό, οι άνθρωποι κλεισμένοι στον εαυτό τους, η ησυχία υπερβολική. Η φύση έπνιγε τα πάντα, και το κάθε τι έμοιαζε να αποδιώχνει την ανθρώπινη ύπαρξη. Τις επτά μέρες που έμειναν εκεί, τις πέρασε ξαπλωμένη, στήνοντας καβγάδες μαζί του με κάθε ευκαιρία. Την κουβέντα του πατέρα ότι αν ήθελαν να μείνουν εκεί ήταν ευπρόσδεκτοι, την κράτησε για τον εαυτό του. Του είχε απαντήσει ότι θα βάδιζε στο δρόμο που είχε διαλέξει. Πάντα δίπλα της. Ο πατέρας είπε «θα το μετανιώσεις, γιε μου». Κι όμως, ο πατέρας ήξερε καλά πως η μετάνοια δεν έρχεται ποτέ όταν της κρατάς την πόρτα κλειστή, μανταλωμένη. Ακόμη κι αν, μπλεγμένος στις αλυσίδες που την σφραγίζουν ερμητικά, δυσκολεύεσαι να πάρεις ανάσα. Όλα τα ήξερε ο πατέρας, που τον έσφιξε στην αγκαλιά του ώρα πολλή, μπροστά στο ταξί με την αναμμένη μηχανή. Μύριζε τον καπνό στο δέρμα του προσπαθώντας να θυμηθεί την τελευταία φορά που είχε βρεθεί στην πατρική αγκαλιά. Τον διέκοψε η κόρνα του αυτοκινήτου, προτού τα καταφέρει. Δίπλα στην πόρτα, η μητέρα έσφιγγε ένα μαντήλι μέσα στην αριστερή της χούφτα.
Η βροχή αντηχεί στο κρύο πεζοδρόμιο. 
Κλείνει το παράθυρο του καθιστικού, σερβίρει φαγητό σε ένα πιάτο και ανάβει την τηλεόραση.