Monday, 23 June 2014

Η βροχή από το παράθυρο της κουζίνας

Άθελά μου τινάζομαι όταν τα παράσιτα διακόπτουν απότομα τα παραπονιάρικα ακόρντα του Ντίλαν. Μετά από μια σύντομη προσπάθεια να ξαναβρώ τη συχνότητα, η οποία καταλήγει σε αποτυχία, κλείνω το ράδιο εντελώς και ξαναπιάνω το μαχαίρι. Όρθια μπροστά στο νεροχύτη τώρα, κόβοντας τις μελιτζάνες σε λεπτές φέτες, μπορώ να ακούσω τον ήχο μακρινών βροντών να διακόπτει την σιωπή του σπιτιού. Ανοίγω το μάτι της κουζίνας και ρίχνω μια ματιά από το παράθυρο, τα βαριά σύννεφα που έχουν μαζευτεί χαμηλώνουν τον ουρανό. Θυμάμαι ότι στο μετεωρολογικό δελτίο είπαν για νεροποντές, κάτι που συμβαίνει συχνά το καλοκαίρι, ιδίως τα τελευταία χρόνια. Βάζω το τηγάνι στο πυρωμένο μάτι και ξαναδοκιμάζω το ραδιόφωνο, μάταια. 
 
Στο μουσακά, την μελιτζάνα δεν χρειάζεται να την αλευρώνεις, μου έλεγε, τσάμπα κόπος, άσε που το λάδι μαζεύει αλεύρι, καίγεται και πικρίζει μετά. Γεμίζω το τηγάνι με μελιτζάνες, βάζω τον απορροφητήρα τέρμα και ξαναπιάνω το ράδιο με βιαστικές κινήσεις. Σε λίγο θα αρχίσει να βρέχει. Όταν μαγειρεύεις πρέπει να έχεις το νου σου στο φαί σου, όχι να κουτσουλάς από 'δω κι από 'κει, μία-μία οι δουλειές, αλλιώς όλα στραβά θα τα κάνεις. Αυτήν την κουβέντα θυμάμαι ότι την άκουγα από τότε που πήγαινα στο Δημοτικό και τη βοηθούσα, όποτε είχαμε τραπέζι στις αδελφές της και τις οικογένειές τους, αλλά και μετά, αφού παντρεύτηκα και άνοιξα το δικό μου σπίτι. Κάθε φορά που ερχόταν επίσκεψη, συνήθως με την θεία Ευτέρπη που κι εκείνη είχε χηρέψει αρκετά χρόνια πριν, έμπαινε στην κουζίνα μου και άρχιζε τη μουρμούρα, δεν μπορούσε να καταλάβει πως ήταν δυνατό να μαγειρεύω και ταυτόχρονα να βάζω πλυντήριο και να προετοιμάζω τα μαθήματα της επόμενης ημέρας. Όταν τηγάνιζε εκείνη, στεκόταν κέρβερος πάνω από το τηγάνι, δεν έκανε βήμα μέχρι να τελειώσει αψηφώντας την κάψα της φωτιάς, την ορθοστασία, καθώς και την τσίκνα από το φαγητό. Κι έτσι, όταν γύριζα από το σχολείο κι έσκυβε να με φιλήσει, μύριζα την μυρωδιά της τηγανιτής μελιτζάνας στα μαλλιά της και καταλάβαινα πως είχαμε μουσακά για μεσημεριανό. 
 
Τον λάτρευα, ήταν το αγαπημένο μου φαγητό, και το ότι δεν είναι δυνατό να τον γευτώ πλέον το νιώθω σαν ένα μεγάλο κενό, μια τρύπα, μισοκαλυμμένη από χαρτόνια και λαμαρίνες, που μου θυμίζει την παρουσία της κάθε φορά που περνάω καλοκαίρι έξω από σπίτι που μαγειρεύουν κι ο αέρας μοσχοβολάει μαγειρεμένο κιμά σε σάλτσα ντομάτας. Εκείνης, όμως, ο δικός μου μουσακάς δεν της άρεσε. Κάθε φορά που τον έτρωγε, του έβρισκε άλλα μειονεκτήματα: η μπεσαμέλ ήταν πολύ σφιχτή ή παχιά, ο κιμάς ανάλατος, οι μελιτζάνες ωμές ή λιωμένες. Αν και δεν υπήρξε ποτέ λιτοδίαιτη, έπαιρνε πάντα ένα μικρό κομμάτι και, αφού το έτρωγε με τα χίλια ζόρια, με συμβούλευε να μην παιδεύομαι με τόσο μπελαλίδικα φαγητά, εγώ που είχα τόσα τρεχάματα και σκοτούρες. Όποτε θέλαμε να φάμε μουσακά ας την έπαιρνα τηλέφωνο και θα μου τον έφτιαχνε εκείνη. Την ακολούθησα την συμβουλή της, της τηλεφωνούσα και την επόμενη μέρα πέρναγα από το πατρικό μου, για να παραλάβω ένα μεγάλο ταψί και να φύγω βιαστική για το σπίτι, όπου τα παιδιά περίμεναν πως και πως τον μουσακά της γιαγιάς. Πριν από τέσσερα χρόνια, όμως, μου παρέδωσε έναν λαχταριστό μουσακά που έκρυβε μια δυσάρεστη έκπληξη. Το πρόβλημα αποκαλύφθηκε, όταν επιχείρησα να τον κόψω. Το μαχαίρι δεν προχωρούσε απρόσκοπτα χωρίζοντας σε μερίδες την μελάτη μάζα, έβρισκε αντίσταση κάνοντας το σερβίρισμα του φαγητού αρκετά δύσκολη υπόθεση, διότι η μητέρα μου είχε ξεχάσει να περάσει τις μελιτζάνες από το τηγάνι. Όταν της το είπα στο τηλέφωνο, έμεινε άφωνη κι εγώ να κρατάω το ακουστικό στο αυτί μου περιμένοντας να πει κάτι, κι αφού πέρασαν ένα-δυο λεπτά έτσι, της είπα πως δεν χάθηκε κι ο κόσμος και πως εμείς τον μουσακά τον είχαμε φάει ούτως ή άλλως και πως ήταν πεντανόστιμος, πράγμα που ήταν πέρα για πέρα αλήθεια. Έτσι σιωπηλή είχε απομείνει και αρκετούς μήνες αργότερα, όταν κατά τη διάρκεια ενός ακόμα τηλεφωνικού διαλόγου μας αποδείχτηκε ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί το όνομα του μικρού μου γιου, αν και επρόκειτο για το όνομα του άντρα της καθώς και, συμπτωματικά, του πατέρα της. Για ώρα αφού είχαμε κλείσει το τηλέφωνο, την φανταζόμουν καθισμένη στην πολυθρόνα, μπροστά στην κλειστή τηλεόραση, με τα παχουλά της χέρια σταυρωμένα κάτω από το στήθος, να αναρωτιέται πως στο καλό γινόταν αυτό, πώς ήταν δυνατόν αυτή, η κατά κοινή ομολογία τετραπέρατη, η διαόλα, με μυαλό ξυράφι, τελευταία να ξεχνάει τόσο πολλά πράγματα.

Λίγο πριν πεθάνει, η ασθένεια είχε προχωρήσει τόσο πολύ, που δεν αναγνώριζε κανένα από τα παιδιά μου. Στις αρχές τα αγόρια έρχονταν μαζί μου, όταν πήγαινα να την επισκεφτώ στο ίδρυμα. Όταν, όμως, εκείνη έπαψε να καταλαβαίνει ποιοι είναι, σταμάτησα να τους παίρνω μαζί, παρά τις διαμαρτυρίες τους. Δεν ήθελα να την βλέπουν να τους χαμογελά σαν αγαθιάρα γριούλα με άδειο βλέμμα, δεν ήθελα να έχουν τέτοιου είδους αναμνήσεις από εκείνη. Επιπλέον, ο γιατρός με είχε προειδοποιήσει ότι η κατάστασή της θα επιδεινώνονταν ταχύτατα και έπρεπε να είμαι προετοιμασμένη για τα χειρότερα, τα οποία δεν επιθυμούσα σε καμία περίπτωση να εκθέσω στα μάτια των παιδιών μου. 
 
Εμένα, πάντως, με καταλάβαινε ποια είμαι μέχρι το τέλος, καλώς το κοριτσάκι μου έλεγε πάντα, μόλις με έβλεπε να καταφθάνω φουριόζα. Μου χάιδευε τα μαλλιά. Κατά την διάρκεια της επίσκεψής μου στο ίδρυμα, πήγαινα μεσημέρι αμέσως μετά τη δουλειά, αναλάμβανα το φαγητό της, διώχνοντας την γυναίκα που ερχόταν με το δίσκο. Παρόλο που η μητέρα μου δεν έφτασε ποτέ στο να μην μπορεί να ικανοποιήσει μόνη της τις βασικές σωματικές της ανάγκες, όπως συμβαίνει συνήθως με τους ασθενείς Αλτσχάιμερ, έπρεπε πάντα να βρίσκεται κάποιος κοντά της την ώρα του φαγητού, αλλιώς θα έμενε νηστική. Καθόμασταν στην τραπεζαρία, στο πιο απομονωμένο τραπέζι, έκοβα το φαγητό σε μικρά κομμάτια, έβαζα νερό στο ποτήρι, τσιμπούσα τις μπουκιές με το πιρούνι και της το έδινα στο χέρι. Με παντελή αδιαφορία για το φαγητό, εκείνη έστρεφε το ενδιαφέρον της στα σχέδια του πλαστικού τραπεζομάντιλου, στις χαρτοπετσέτες ή στα άλατα πάνω στο θολωμένο γυαλί του ποτηριού, ξεχνώντας να μασήσει την τροφή, που την είχα θερμοπαρακαλέσει να βάλει στο στόμα της. Ο γολγοθάς του μεσημεριανού διαρκούσε πάνω από μία ώρα, ακόμα και όταν το γεύμα περιλάμβανε κάποια από τα αγαπημένα της φαγητά. Τις ημέρες που σερβίριζαν μουσακά, είχα ζητήσει να της φτιάχνουν κάτι άλλο, κάτι απλό, για παράδειγμα μακαρόνια με τριμμένο τυρί ή αυγά τηγανιτά, πράγμα που η υπεύθυνη σίτισης είχε αποδεχτεί γκρινιάζοντας, μετά από πολλά παρακάλια.

Ομολογώ ότι εκείνον τον καιρό το συναίσθημα που κυριαρχούσε μέσα μου δεν ήταν η λύπη, αλλά ο φόβος. Φοβόμουν τόσο πολύ για την εξέλιξη της κατάστασής της, που έμενα μαζί της πολύ λιγότερη ώρα από όση ήθελα, αποφεύγοντας συστηματικά διαλόγους και κουβέντες που θα μου έδειχναν με τρόπο εξαιρετικά πειστικό, πέρα από κάθε αμφιβολία και ελπίδα, το ότι το μυαλό και ολόκληρο το νευρικό της σύστημα όδευε ολοταχώς και χωρίς δυνατότητα πισωγυρίσματος προς την πλήρη αποσύνθεση. Έφευγα αμέσως μετά το γεύμα, προφασιζόμενη ατελείωτες δουλειές στο σπίτι και το σχολείο και δίνοντας υπόσχεση πως θα έμενα την επόμενη φορά, όταν άκουγα το κάτσε μωρέ παιδί μου να τα πούμε λιγάκι με φωνή πολύ πιο γλυκιά από την κανονική της, που είχε συχνά-πυκνά ένα ολοφάνερο τόνο αυταρχικότητας. Αν και έμεινε στο ίδρυμα πάνω από ένα χρόνο, αυτή η επόμενη φορά δεν κατάφερε ποτέ να έρθει, αφού, όσο εγώ προσπαθούσα να αποδεχτώ την σταδιακή ανυπαρξία της μητέρας μου, η καρδιά της αποφάσισε να σταματήσει να χτυπά. 
 
Οι μελιτζάνες καίγονται στο τηγάνι και η κουζίνα έχει γεμίσει καπνό. Παρατάω το βουβό ραδιόφωνο που με παιδεύει εδώ και ώρα και τρέχω να ανοίξω το παράθυρο. Παρά τον θόρυβο που κάνει ο απορροφητήρας, ακούω το βουητό της δυνατής βροχή, το χτύπημα των σταγόνων στα φύλλα των δέντρων και τις τέντες. Κλείνω τα τζάμια βιαστικά, αδιαφορώντας για την κάπνα, αλλά δεν μπορώ να τον αποφύγω πια. Ο ήχος της βροχής γεμίζει το ολόκληρο σπίτι λεκιάζοντας το μπλε ρουά μεταξωτό φουστάνι που φόραγε η μητέρα μου στην ορκωμοσία μου, καθώς και στην κηδεία της, εκείνο το απόγευμα του Ιούνη, με λοξές, σκουρόχρωμες ριπές.