Γυρίζω
το κλειδί στην πόρτα. Σκοτάδι, επιτέλους.
Στο δροσερό δωμάτιο, ο αέρας μυρίζει
κλεισούρα. Πίσω από τον τοίχο, μία
γυναικεία φωνή τραγουδά ένα νανούρισμα.
Το μωρό είναι ήσυχο, δεν κλαίει, μόνο
ο βήχας του ακούγεται που και που. Κι
όμως, η παράφωνη παραμάνα επιμένει δίπλα
στο κοιμισμένο μωρό. Ξαπλώνω στο διπλό
κρεβάτι και το σεντόνι γδέρνει το
φουντωμένο μου μάγουλο μέσα σε χαυνωτικούς
ατμούς πράσινου σαπουνιού. Μάτια
πονεμένα από το φως. Τα κλείνω και ο
ήλιος με τυφλώνει με τις κάθετες αχτίνες
που έκαιγαν το χώμα και έκαναν τα χαλίκια
να τρίζουν κάτω από τις σόλες μου.
Καταμεσήμερο, γαλάζιος και λαμπερός, ο
ουρανός χωρίς ούτε ένα σύννεφο. Ούτε
ένα τόσο δα συννεφάκι, θα χορτάσουμε
λιακάδα εδώ κακαρίζει όλη την ώρα η Άννε
με ανοιγμένα τα κουμπιά του πουκαμίσου
της και τις μασχάλες μουσκεμένες.
Φοβόμουνα
μην παραπατήσω, βάδιζα αργά, η πλάτη του
φορέματος κολλημένη στη ράχη μου, πιο
σκούρα από το υπόλοιπο ρούχο, βαριά.
Αγνοώντας τα επιφωνήματα ενθουσιασμού
που έβγαζε συχνά-πυκνά, τον ακολουθούσα
σαν σκυλάκι, δεν ήθελα να δει την ιδρωμένη
μου πλάτη. Αν έμενα λίγο πίσω κοντοστεκόταν
για να τον φτάσω, με κοιτούσε χαμογελαστά
και καταπρόσωπο, αδύνατο να ξεφύγω.
Έκανα ότι έβρισκα ενδιαφέρον σε όσα
έλεγε, ότι απολάμβανα τις περιποιήσεις
του. Στην ανηφόρα κυνηγούσα τις σκιές
λοξοδρομώντας από το μονοπάτι, αλλά
εκείνος με επανέφερε ακούραστος. Στα
μισά άπλωσε το μαντήλι του πάνω σε μια
επίπεδη πέτρα και με την ψιλή του φωνή
με παρακάλεσε να καθίσω να πάρω μια
ανάσα, επέμενε με τα δυο του φρύδια
σηκωμένα, το βλέμμα του όλο ένταση, ούτε
καν προσπάθησα να αρνηθώ. Εκείνος έμεινε
όρθιος μπροστά μου, να αγναντεύει προς
την κορυφή του λόφου αραδιάζοντας
ατέλειωτες πληροφορίες. Που και που
γύριζε να με κοιτάξει με έμφαση, για να
μου δώσει τον λόγο της τιμής του, άξιζε
τον κόπο πραγματικά, έπρεπε να τον
πιστέψω, όταν θα φτάναμε στο ανάκτορο
θα είχα την μεγάλη ικανοποίηση να θαυμάσω
τον αργολικό κάμπο πέρα ως πέρα, μέχρι
τη θάλασσα.
Η
αίθουσα του θρόνου ήταν έρημη. Μόνοι
εγώ κι αυτός σταθήκαμε δίπλα στη μεγάλη
εστία, ενώ μπροστά μας απλώνονταν ελιές
και πορτοκαλιές στοιχισμένες σε
παράλληλες γραμμές. Έβγαλα
το καπέλο για να στεγνώσω τα μαλλιά μου
στην χλιαρή αύρα που κουνούσε τις
φυλλωσιές των δέντρων, κάνοντας τες να
αλλάζουν χρώματα. Αφού μίλησε λίγο για
τον άνακτα και το ανάκτορο, δήλωσε ότι
θα σιωπήσει, ώστε να μπορέσω να βιώσω
το μεγαλείο το χώρου χωρίς την παραμικρή
ενόχληση. Στεκόταν δίπλα μου, τα μπράτσα
μας σχεδόν ακουμπούσαν. Δεν υπήρχε
πουθενά μέρος να καθίσω και μετά από
λίγο του ζήτησα να επιστρέψουμε.
Τον
βασιλικό τάφο τον είχε αφήσει για το
τέλος, είπε πως το έκανε με σκοπό να με
εντυπωσιάσει. Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε.
Προπορευόταν, με περίμενε εκεί που το
δρομάκι γινόταν απότομο και άπλωνε ένα
μικρό και ιδρωμένο χέρι για να με
βοηθήσει. Ελάχιστες ήταν οι φορές που
γλίτωσα από το σφιχτό του γράπωμα.
Μπροστά στον πέτρινο θόλο σταμάτησε,
ήταν φανερό ότι σκόπευε να μου προσφέρει
όλες τις επιστημονικές επεξηγήσεις κι
ερμηνείες πριν μπούμε στον τάφο. Καθώς
κατηφόριζα προς το πλάτωμα αποφάσισα
να μην κάτσω να τον ακούσω, προσπέρασα
και μπήκα πρώτη. Στην απόλυτη ησυχία.
Στο μισοσκόταδο. Στον ψυχρό αέρα που
δονούνταν υπνωτιστικά κι έκανε το δέρμα
μου να μυρμηγκιάζει. Ο ήχος των βημάτων
μου γέμισε το χώρο. Στάθηκα κάτω από το
κέντρο του θόλου, που χανόταν στην σκιά.
Στιγμή τη στιγμή ο μυστικός παλμός
στάλαζε μοναξιά. Όταν μπήκε κι αυτός,
θαρρώ μετά από αρκετή ώρα, με βρήκε να
κάθομαι στο χώμα με την πλάτη ακουμπισμένη
στον γιγαντιαίο τοίχο. Δεν ξέρω αν είδε
το γυμνό στήθος ή το συσπασμένο πρόσωπό
μου μέσα στο ελάχιστο φως. Κοντοστάθηκε
για μερικά δευτερόλεπτα, απομακρύνθηκε
με αργά βήματα, πισωπατώντας, χωρίς να
πει λέξη. Όταν η σιλουέτα του χάθηκε από
το φωτεινό άνοιγμα, τον κάλεσα με το
όνομά του δύο φορές, ίσως και τρεις, αλλά
δεν πήρα καμία απάντηση.
Τον
βρήκα να περιμένει δίπλα στο αμάξι.
Έσκυψα και τίναξα τον ποδόγυρο του
φουστανιού μου, που είχε γεμίσει λεπτό
χώμα. Τα μπράτσα μου γυάλιζαν από τον
ιδρώτα. Ο καροτσιέρης γύρισε και χωρίς
προκάλυψη κοίταξε τα πόδια μου, στράφηκα
προς το μέρος του και άρχισε τα χαμόγελα,
είπε κάτι στα ελληνικά. Χαμογέλασα κι
εγώ, εξάλλου δεν ήταν λίγες οι φορές
που, από το πρωί, είχα θαυμάσει τις γάμπες
του, έτσι όπως ξεπρόβαλαν μακριές κάτω
από αυτήν την φούστα. 'Οταν μπήκα στην
άμαξα, ο Κωσταντίνος δε με ακολούθησε.
Έβαλε το βαμβακερό μαντίλι στο κεφάλι,
κάτω από το καπέλο του, και σκαρφάλωσε
δίπλα στον οδηγό, με τον οποίο αντάλλαξε
κάποιες κουβέντες, κι έπειτα βυθίστηκε
στην σιωπή. Όταν φτάσαμε στο ξενοδοχείο,
όσο ο αμαξάς με βοηθούσε να κατέβω,
παραπάτησα στο σκαλάκι κι έπεσα στην
ανοιγμένη του αγκαλιά.
Ο
άλλος είχε ήδη ξεπεζέψει. Στην είσοδο
του ξενοδοχείου με αποχαιρέτησε με λίγα
λόγια και μία σύντομη υπόκλιση. Πριν
προλάβει να φύγει, του ζήτησα να έρθει
και αύριο το πρωί, και μάλιστα νωρίς
γιατί η ζέστη μου έκοβε τα γόνατα, όπως
θα είχε προσέξει και ο ίδιος. Επιθυμούσα
να επισκεφθώ και την Τίρυνθα και σκόπευα
να διπλασιάσω την αμοιβή του. Όσο το
σκεφτόταν, τους είδα μέσα από την μεγάλη
τζαμαρία. Κάθονταν σε ένα διθέσιο καναπέ
κάτω από το κεντρικό κλιμακοστάσιο και
χάζευαν, με κεφάλια σχεδόν ενωμένα, ένα
μεγάλο άλμπουμ. Τελικά, ο Κωνσταντίνος
αποχώρησε, αφού δέχτηκε την πρότασή
μου. Ο λακές του ξενοδοχείου ήρθε
τρέχοντας να μου ανοίξει την πόρτα, και
τη στιγμή που ο μαιτρ με ρωτούσε αν θα
ήθελα κάποιο δροσιστικό ποτό, τους είδαν
να βαδίζουν βιαστικά, για να με υποδεχτούν.
Εκείνη κοίταξε τα ρούχα μου με γουρλωμένα
μάτια και μου ζήτησε την άδεια να πάει
να μου ετοιμάσει αμέσως μία αλλαξιά.
Της την έδωσα κι έφυγε τρεχάτη για τον
δεύτερο όροφο. Όταν μείναμε οι δυο μας,
απέρριψα την πρόταση του Γιόχαν να
ανέβει αργότερα στο δωμάτιό μου. Ο ήλιος
μου είχε φέρει πονοκέφαλο. Δεν επέμεινε.
Καθόλου.
Η
Άννε είχε απλώσει το μπλε φουστάνι,
καθαρά εσώρουχα και κάλτσες στο κρεβάτι.
Με περίμενε μισοξαπλωμένη στην πολυθρόνα,
διαβάζοντας ένα από τα βιβλία μου, που
το άφησε να πέσει στο πάτωμα, μόλις
μπήκα. Είπε ότι είχε ετοιμάσει το μπάνιο
και, χωρίς να με ρωτήσει, έπιασε να μου
λύνει τα μαλλιά και να με ξεκουμπώνει.
Φώναζε ότι φέρθηκα απρόσεκτα και άφησα
τον ήλιο να κάψει το λευκό μου δέρμα.
Όμως, χαμήλωσε τη φωνή της, ήμουνα πολύ
τυχερή που την είχα κοντά μου. Είχε μία
αλοιφή πραγματικά θαυματουργή, της την
είχε δώσει η μάνα της κι ευτυχώς είχε
προνοήσει να την κουβαλήσει μαζί της
στο ταξίδι. Έφυγε μουτρωμένη όταν
αρνήθηκα το κατάπλασμα και την έδιωξα
χωρίς δικαιολογία.
Μετά
το δείπνο στη βεράντα του δωματίου των
Λάιστερ, πάνω από την πολύβουη προκυμαία,
κατάφερα βγω από το ξενοδοχείο, χωρίς
να με πάρει είδηση ο υπάλληλος της
υποδοχής. Είχε πια νυχτώσει και φυσούσε
ένα δροσερό αεράκι που μύριζε αλμύρα.
Κατά μήκος της ακτής, φωτισμένα μαγαζιά
γεμάτα κόσμο, κι αμέτρητοι άνθρωποι να
βολτάρουν μπροστά στις βιτρίνες. Χώθηκα
στο πλήθος, άκουσα φωνές, ψιθύρους και
μουσικές, ένιωσα ανάερες δαντέλες να
με αγγίζουν, μύρισα ταμπάκο και άρωμα
λεβάντας πίσω από αυτιά, ώσπου έφτασα
στην άκρη της αποβάθρας. Εκεί, ένα-δυο
ζευγαράκια κρύβονταν μέσα στις σκιές.
Το λιγοστό φως από το μικρό φανάρι άφηνε
τα αστέρια να λάμψουν με τόση δύναμη,
που σάμπως να χαμήλωναν τον ουράνιο
θόλο βαρύνοντας τον. Θα νόμιζε κανείς
ότι θα μπορούσε να απλώσει το χέρι και
να τον ακουμπήσει, αν δεν ήταν εκείνα
τα πυκνά σύννεφα που είχαν αρχίσει να
μαζεύονται στην ανατολή.
ΝΑΥΠΛΙΟΝ,
τη 28 Σεπτεμβρίου 1893 (Του τακτικού
ανταποκριτού μας)
Προχθές
την Κυριακήν διά της τακτικής εξ Αθηνών
αμαξοστοιχίας ανεμένετο εν τη πόλει
μας η Α.Υ. η πριγκίπισσα του Σαξ-Μάινιγγεν
Καρλόττα ερχομένη εκ Κορίνθου. Πολλοί
περίεργοι προσήλθον εν τω σιδηροδρομικώ
σταθμώ, όπως ίδωσιν την Υψηλήν ξένην,
πλην αντ’ αυτής οι προσελθόντες είδον
ετέραν κυρίαν, κατελθούσαν της
αμαξοστοιχίας και απαρτίζουσαν μεθ’
ετέρου τινός κυρίου το κατώτερον
προσωπικόν της πριγκιπίσσης. Βραδύτερον
εγνώσθη, ότι η Α.Υ. είχε κατέλθει εις
Μυκήνας, όπου επιβάσα αμάξης μετέβη
προς επίσκεψιν του τάφου του Αγαμέμνονος
και είτα εξακολουθούσα το ταξείδιόν
της δι’ αμάξης εν Ναυπλίω και κατέλυσεν
εις το ωραίον και λίαν φιλοκάλως
διεσκευασμένον ξενοδοχείον των «Ξένων».
Την
επομένην, ήτοι χθες, την πρωίαν επεσκέφθη
εφ’ αμάξης την πόλιν και την εγγύς
αρχαίαν Τίρυνθα μεθ’ ο επανήλθεν εις
το ξενοδοχείον, όπου ηυτυχήσαμεν να
ίδωμεν αυτήν χαρτοπαικτούσαν μετά της
ακολουθίας της και λίαν αφελώς και
χαριέντως καπνίζουσαν. Περί την 10ην π.
μ. ώραν καθ’ ην η σεπτή ξένη επρόκειτο
να γευματίση τη διαταγή του αξιοτίμου
δημάρχου μας κ. Γιαννοπούλου, η ήδη
συνισταμένη Φιλαρμονική του Δήμου
μουσική προσελθούσα εν τη κάτωθι του
ξενοδοχείου πλατεία εξετέλεσεν αρκετά
ωραία τεμάχια μέχρι της 12ης της μεσημβρίας,
καθ’ ην επιβάσα μετά της ακολουθίας
της 3 αμαξών απήλθεν υπό τους χαιρετισμούς
του πλήθους εις τον σιδηροδρομικόν
σταθμόν και διά της μεταμεσημβρινής
αμαξοστοιχίας ανεχώρησαν εις Αθήνας.
Την Α.Υ. πλην των εκ Γερμανίας ακολουθούντων
συνώδευσε μέχρις ενταύθα και ο γραμματεύς
της Αγγλικής πρεσβείας λόρδος Λάιστερ.
Οι πάντες κατεθέλχθησαν εκ της αφελείας
και απλότητος της πριγκιπίσσης, ήτις
κατά την πρώτην εσπέραν της ενταύθα
διαμονής της εξήλθεν εν τη προκυμαία
όπου πολλοί αντελήφθησαν Αυτήν καθημένην
χαμαί επί του κρηπιδώματος της προκυμαίας
και ρεμβάζουσαν επί τη θέα των γαληνιαίων
υδάτων του Αργολικού κόλπου. Η σύζυγος
του προσφιλούς πρίγκιπος του Σαξ-Μάινιγγεν
δεν έλειψεν από του να δώση δείγματα
και του φιλελληνισμού της, διότι και
τον αμαξηλάτην της εξέλεξε φουστανελλοφόρον
και εις την μουσικήν επανειλημμένως
παρήγγειλε να παιανίση ελληνικά, δημώδη
άσματα και χορούς, προτιμήσεις, αίτινες
ενεποίησαν ζωηράν εντύπωσιν εις τους
Ναυπλιείς.
Αν και δεν
είναι ούτε δύο το μεσημέρι, στέκομαι
κατάκοπη στην μαρμάρινη είσοδο του
ξενοδοχείου, όσο ο δήμαρχος και η
κουστωδία του μου φιλούν το χέρι και
ζητούν να μεταφέρω τα χαιρετίσματά τους
στον σύζυγό μου. Η Άννε με τον Γιόχαν
παρακολουθούν από την θέση τους δίπλα
στην πόρτα, αμίλητοι. Ο Κωνσταντίνος
δεν έρχεται να με αποχαιρετήσει. Οι
άμαξες, φορτωμένες, περιμένουν στο
δρόμο. Καθώς βαδίζω προς την έξοδο, ακούω
ξεκάθαρα το χτύπημα της βροχής στη
μεγάλη τζαμαρία και μια ομπρέλα να
ανοίγει με θόρυβο πίσω μου. Ανασαίνω
βαθιά και τα ρουθούνια μου γεμίζουν από
τη μυρωδιά του βρεγμένου χώματος μπροστά
στην ξεπλυμμένη από την σκόνη πύλη των
λεόντων.