Νάτη
πάλι που'ρχεται σεινάμενη-κουνάμενη,
τάκα-τούκα πάνω σε αυτές τις κόκκινες
γόβες, δε λέει να τις βγάλει τέσσερις
μέρες τώρα, δεν έχω ξαναδεί τόσο κόκκινα
παπούτσια, κόκκινο καρνάδο, όχι σπασμένο,
ούτε κερασί, του κρασιού, ροδί, μπορντώ,
ούτε κεραμιδί, τα γοβάκια της μαμαζέλ
είναι φτιαγμένα από δέρμα κατακόκκινο
κόκκινο, δηλαδή εντελώς πουτανίστικο,
σίγουρα και τα νύχια τον ποδαριών της
ίδιο χρώμα θα τα 'χει βαμμένα, κι όλο εδώ
μέσα μου τριγυρίζει χασκογελώντας,
κύριε τμηματάρχα σας έφερα τις μισθολογικές
καταστάσεις, κύριε τμηματάρχα το καφεδάκι
σας, κύριε τμηματάρχα τι ωραία που τα
λέτε, και δώστου να σκύβει δίπλα του
τάχα να του δείξει που πρέπει να βάλει
την τζίφρα του ο γκαβοτμηματάρχας, και
να του χώνει τα βυζόμπαλα στη μούρη, για
αυτά γιατρεύεται η τύφλα σου σαρδανάπαλε,
κι όλο να κλείνεις τα μάτια και να
ανασαίνεις στενάζοντας σαν μοσχάρι,
σαν σε τυλίγει σύννεφο το πατσουλί που
ρίχνει πάνω της με την νταμιτζάνα, όταν
θα στέκει γυμνή μπροστά στον καθρέφτη
καμαρώνοντας τη σφίξη των κρεάτων της.
Από το πρωί, πέντε φορές μας έχει
κουβαληθεί η κωλοσείστρα, δαγκωνόμουνα
από νωρίς, αλλά δεν άντεξα, μέλι έχει το
γραφείο μας σήμερα Τουλίτσα, βλέφαρο
δεν κούνησε η ψυχρόαιμη, αχ, με συγχωρείτε
που σας ενοχλώ με τόση πολλή δουλειά
που έχετε, βουνό τα έγγραφα στο γραφείο
σας κυρία Σωφρονία μου, αντιγύρισε το
πουταναριό και μου ήρθε να σηκωθώ να
της αστράψω μία ξεγυρισμένη σφαλιάρα,
αλλά κρατήθηκα, ύψιστη αρετή η
αυτοσυγκράτησις έλεγε ο μακαρίτης ο
παππούλης μου, κι έτρωγα τα λυσσακά μου
στο μουγκατό.
Είπε,
όμως, κι ένα σωστό η Τούλα, έχει μαζευτεί
πολύ πράμα, ντάνες τα έγγραφα που ολοένα
ψηλώνουν και δεν μπορώ να τις κοντύνω,
μεγάλο παίδεμα, τα χέρια μου σαν
κουλαμένα, θέλω να κάνω γρήγορα και πάω
σαν τον κάβουρα, όλη μέρα με ασπιρίνες,
βγάζω το χτικιό μέχρι να τελειώσει το
ωράριο, δεν γνωρίζω πια τον εαυτό μου
και λέω πως φταίει αυτή η σάπια υγρασία
που έχει πέσει πάνω μας, πάνε εφτά
βδομάδες που βρέχει χωρίς σταματημό,
τσουρναρίζει μέρα-νύχτα, μούλιασε ο
κόσμος, οι άνθρωποι και τα ντουβάρια,
σουβλιές μου κόβουν τα γόνατα κι ένα
πράμα σαν χταπόδι μου σφίγγει το στήθος.
Δεν θα ήταν έτσι τα πράγματα αν έριχνε
μια άγρια βρόχα να ξεπλυθεί ο τόπος,
πολύ νερό να κυλήσει στους δρόμους, να
πάρει τα χώματα και τα σαπισμένα χόρτα
που φράζουν τα φρεάτια, να αφρίσει στα
κράσπεδα κι ας πλημμυρίσουν οι βρωμερές
κατώγες στην άκρη της πόλης, κοντά στα
νεκροταφεία, κι ας πάρουν τα νερά
μαυρομούρηδες και λεροφορεμένους
ζήτουλες, χαράς το πράγμα δηλαδή, το
πολύ πολύ να χαθούν μερικά σιχαμερά
παράσιτα από το πρόσωπο τούτης της γης.
Αντί όμως το νερό να πέσει μαζεμένο,
βουιστερό σαν καταρράκτης πάνω από την
πόλη, έρχεται σταλάζοντας αργά-αργά,
σαν ύπουλη επιδημία που οι γιατροί δεν
μπορούν να κουλαντρίσουν, εκτός κάθε
ελέγχου, υγρή και πρασινοκίτρινη, με
την παράλυση και την αποβλάκωση ως κύρια
συμπτώματα.
Δεν
είναι, όμως, μόνο η βροχή. Είναι και αυτός
ο ακούραστος χτύπος που νιώθω στα
μηνίγγιά μου κάθε φορά που χώνω τα μούτρα
μου στη χαρτούρα που σωριάζεται μπροστά
μου μέρα με τη μέρα, που ακουμπάω στη
μύτη μου κοκάλινα γυαλιά, αυτά που μάταια
φαγώνεται η σουρτουκοαδελφή μου να τα
αλλάξω, κάθε φορά, που τραβάω από τη
στοίβα μια σελίδα, χειρόγραφη ή εκτυπωμένη,
πατσαβουριασμένη ή κολλαριστή,
μοσχομυριστή ή γαριασμένη, όπως και να
'χει, το ζητούμενο είναι να πληρώνεται
κανείς, δίχως να εργάζεται, αυτός είναι
ο ομολογημένος και ανομολόγητος πόθος
απαξαπάντων εδώ μέσα κι εγώ ο θεματοφύλακας
των αναζητήσεων τους, πρωτοπαλίκαρο
της απαρχής της απουσίας, στυλοβάτης
ακούραστος του φευγιού τους. Για τα
πουλάκια μου τους αδειούχους παλιότερα
κράταγα αρχείο σε ξεχωριστό μπλοκάκι,
δικό μου, το είχα αγοράσει από το
βιβλιοχαρτοπωλείο δίπλα στο φαρμακείο,
μικρού σχήματος να χωράει στην τσάντα
μου, το έπαιρνα στο σπίτι κάθε βράδυ
μήπως μου το βουτήξει κανένα σαΐνι, κάθε
φύλλο του ήταν αφιερωμένο σε έναν από
δαύτους, σε ένα από αυτά τα ατομάκια που
τριγυρίζουν όλη μέρα από γραφείο σε
γραφείο με ένα χαρτί στο χέρι, τάχαμου
πως δουλεύουν, πόσο γρήγορα γέμισαν
εκείνα τα φύλλα αλήθεια, αμέτρητες
αιτήσεις αδειών είχαν κωδικοποιηθεί
και καταχωρηθεί εκεί μέσα, μόνο πρωτόκολλο
που δεν έβαζα, τους είχα όλους φακελωμένους,
με μία ματιά ήξερα τι καπνό φουμάρει
έκαστος, τώρα πια τα παράτησα, έχασα το
λογαριασμό εντελώς. Για το ότι ο στόχος
ολονών είναι να μην προσέρχονται στην
Υπηρεσία δεν χωράει αμφιβολία, η μέγιστη
μαγκιά, όμως, είναι να χαμπαριάσεις
ποιος είναι αυτός που προσπαθεί με την
μεγαλύτερη μανία παίρνοντας άδειες
κανονικές, αναρρωτικές, εκπαιδευτικές,
αιμοδοτικές, εκπαιδευτικές, γονικές,
δικαστικές, εκλογικές, άδειες αμέτρητες,
χαρταρόλες όπου γράφουνε τη ζωή τους
με συνημμένα δικαιολογητικά, άλλες
χωρίς, ώστε να λάβουνε βοήθεια στα
προβλήματά τους από το Κράτος, που σάμπως
είναι ο γονιός τους και πρέπει ντε και
καλά να τους παρασταθεί.
Μέσα
σε όλα αυτά τα κακομοιριασμένα αιτήματα
χασομεροσύνης, υπάρχουν κάποια που τα
ξεχωρίζω, τα βάζω στην άκρη, πάνω από τα
υπόλοιπα, και κάθε φορά που πέφτω πάνω
σε ένα από αυτά τσουτσουρώνω σύγκορμη,
όπως η ανέμελη γάτα που συναντάει στην
στροφή ένα αφρισμένο μαντρόσκυλο έτοιμο
να την ξεσκίσει. Πρόκειται για μία
κατηγορία αιτήσεων άδειας, για την οποία
μπαίνω στο κόπο να πάω μέχρι το φωτοτυπικό
μηχάνημα, διαδρομή κατά την οποία πρέπει
να υποκριθώ, εγώ που σιχαίνομαι την
υποκρισία, ότι δεν ακούω την φωνή-καμπάνα
της γραμματέως υποδιευθυντού, που έχει
ξελυσσάξει με εκείνον τον καφέ γιατί η
κάψα της για τον τμηματάρχη έχει
φουντώσει, όπως ο καύσωνας τον μήνα
Ιούλιο· για χάρη της πατάω σχεδόν όλους
τους όρκους περί ευσυνειδησίας,
εργατικότητος και διακριτικότητος, που
έδωσα στον εαυτό μου όταν διορίστηκα
σε τούτο το μουρλάδικο· για αυτήν έχω
δημιουργήσει με μόχθο και ζηλευτή
αυταπάρνηση προσωπικό αρχείο, που το
φυλάω σαν εικόνισμα, και ακόμα περισσότερο,
στο βάθος της κομότας της μαμάς, η οποία,
βέβαια, δεν γνωρίζει τίποτα για αυτό,
ούτε και χρειάζεται να μάθει δηλαδή,
άστηνε τη γυναικούλα στον καναπέ της
να βλέπει σήριαλ με εκείνο το χαμόγελο,
που κόλλησε μόνιμα στο στόμα της μετά
το περιστατικό. Βέβαια, τα φωτοαντίγραφα
του αρχείου μου δεν είναι παρά οι σκιές
των πρωτοτύπων, άδειες εγκυμοσύνης
γραμμένες με ασημένια γράμματα και
υπογεγραμμένες με χρυσά, σε μένα τις
φέρνουν να τις πρωτοκολλήσω, εγώ είμαι
η πρώτη που τις βλέπω και μαθαίνω τα
χαρμόσυνα, εγώ είμαι η πρώτη που πρέπει
να χαμογελάσει, συγκρατημένα μεν,
ευγενικά δε μπροστά στις φουσκωμένες
κοιλιές τους, άντε με το καλό, καλή
λευτεριά και τα συναφή, κι έπειτα να
σκύψω το κεφάλι, πως τάχα ψάχνω τον
αριθμό στο πρωτόκολλο, για να μη δω την
τις αποβλακωμένες από την χαρά φάτσες
τους να φωτίζονται από αναμφισβήτητα
ειρωνικό γέλιο όταν λένε και στα δικά
σας κυρία Σωφρονία. Μη συγχύζεσαι κορίτσι
μου, ψυχραιμία, αφού είναι γνωστόν τοις
πάσι ότι αποστολή της γυναίκας-δημοσίου
υπαλλήλου είναι να τυλίξει ένα μυγοχάφτη,να
γκαστρωθεί κι έπειτα αρντάν στο σπιτάκι
της, με τις μπουτάρες απλωμένες στον
καναπέ και ο μισθός να πίπτει ακαταπαύστως.
Προχτές του ανέφερα ότι έχουμε τέσσερις
γκαστρωμένες, που έχουνε γίνει μπουχός
φυσικά , και ως εκ τούτου η Υπηρεσία
υπολειτουργεί και τον ρώτησα κατά πόσο
θα ήταν δυνατόν να ανακληθούν αυτές οι
άδειες εγκυμοσύνης, τι λες εκεί βρε
Σωφρονία, μου απάντησε ο τμηματάρχης,
κάτι μουρμούρισε για την υπογεννητικότητα
που ταλανίζει την κοινωνία μας και
τόνισε, κοιτώντας με καταπρόσωπο με τα
γκαβά του, πως έπρεπε να κοιτάω τη δουλειά
μου και να μην ανακατεύομαι εκεί που δε
με σπέρνουν. Εντάξει, δεν περίμενα τίποτα
καλύτερο από έναν ρεμπεσκέ που διορίστηκε
με μέσον και δεν ησύχασε μέχρι που έκανε
και την γυναίκα του αορίστου χρόνου,
ώστε να πιάσει και αυτή με την σειρά της
τα γενοβολήματα εξαφανισμένη τρία
χρόνια από το πόστο της, ακόμη άφαντη η
μαντάμ, εξού και τα σούρτα-φέρτα της
κόκκινης γόβας.
Ηρέμησε
πια, είπε η ξαδέλφη μου πάνω από ένα
ποτήρι γεμισμένο κονιάκ ως τα χείλια,
δεν φταίνε οι κοπέλες που εσύ ξέμεινες,
δεν είναι ότι δεν προσπάθησες, δεν
έκατσε βρε ψυχή μου, ατύχησες, όμως
παράτα τα πια, μη σε μασάνε μαγκούφα-σκύλα
όλη την ώρα, άστες να κόψουν το λαιμό
τους με τα μόμολα να τις τραβολογάνε
ολημερίς κι ολονυχτίς. Έχει δίκιο η
ξαδέλφη, έλα όμως που δεν μπορώ να ηρεμήσω
με όλες αυτές τις σουσουράδες να με
γυροφέρνουν περιμένοντας σαν ύαινες
την ευκαιρία να μου τρίψουν την ευτυχία
τους στα μούτρα, γιατί νομίζουν ότι
μόλις πάω σπίτι μου, φοράω τη νυχτικιά
μου, κλείνω τα παντζούρια και βιδώνομαι
στον καναπέ, δίπλα στη μάνα μου, μέχρι
να πέσω για ύπνο σε σεντόνια τόσο κρύα,
που μου φέρνουν δάκρυα στα μάτια, η
αλήθεια είναι πως είναι φορές που το
μαξιλάρι μου γίνεται μούσκεμα, ιδίως
κάποιες βραδιές που μετράω τις φουσκάλες
που είχαν κάνει οι φτέρνες μου από το
τρέξιμο και τα νύχια που είχα σπάσει
κοπανώντας την πόρτα του, μετά που με
πήρε τηλέφωνο να μου πει πως τελειώσαμε,
κι εμένα μου έπεσε η τσάντα με το νυφικό
από τα χέρια, πριν αρχίσω να τρέχω πάνω
σε κάτι τριαντάπονες τακούνες, να τον
προφτάσω, πριν την κάνει οριστικώς και
ανυπερθέτως. Αυτό, όμως, δε συμβαίνει
συχνά, αλλά, ακόμη κι αν συνέβαινε,
κανένας λόγος δεν πέφτει στις καρπερές
τσούπρες που περιφέρονται κορδωμένες
σαν λόρδισες πίσω από τις τουρλωμένες
κοιλιές τους, μέχρι να περάσουν οι μέρες
και να πάρουν την ευλογημένη άδεια
τοκετού, ώστε εμείς οι υπόλοιποι να
γλιτώσουμε επιτέλους από το ξεραστικό
θέαμα των μπαταλεμένων κορμιών τους.
Στοιχηματίζω πως και τούτη εδώ η αίτηση
από γκαστρωμένη έχει γίνει, για δες εδώ,
το Μαράκι της μηχανογράφησης ζητάει
άδεια τοκετού, μωρέ μπράβο, γενοβόλημα
κιόλας, σαν χθες μου φαίνεται που ήρθε
χαζογελώντας στο κυλικείο και μας το
ανακοίνωσε περιχαρής, φόραγε ένα ροζ
άνορακ και παρίστανε τη μπεμπέκα, είχε
αρχίσει η βροχή, το θυμάμαι καλά, δεν
πάνε ούτε εφτά εβδομάδες, εξαμηνίτικο
το γέννησε, μπορεί και πιο μικρό, πολύ
περίεργα μας τα λες κοπελιά, για κάτσε,
τι γράφεις εδώ ρε Μαρία, άδεια τοκετού
μετά τη γέννηση θνησιγενούς βρέφους,
που πάει να πει ότι το το γέννησες
πεθαμένο, έξι μηνών, κανονικός άνθρωπος
δηλαδή, με μάτια, αυτιά και στόμα, καρδιά,
πνευμόνια, έντερα και συκώτι, χέρια και
πόδια, με όλα του τα δαχτυλάκια, ολόκληρο
παιδί. Το γέννησες πεθαμένο. Και τώρα
πρέπει να το θάψεις, να προσλάβεις
εργολάβο κηδειών και να αγοράσεις
φέρετρο πενήντα πόντους στο μάκρος, για
να χώσεις το θνησιγενές βρέφος σου μέσα
σε χώμα που μοσχοβολάει ζωντανεμένο
και στέκει έτοιμο να αποκαλύψει τα
σκουλίκια που συστρέφονται μέσα του
φρενιασμένα από την ασταμάτητη βροχή,
με την πρώτη τσαπιά.