Wednesday, 23 October 2013
Πέντε όνειρα
Όλη μέρα σέρνω τα
δάχτυλα μου, τα περνάω πάνω από επίπεδα,
τραπέζια και τοίχους, κάδρα, πλάτες
πολυθρονών, ακόμα και πατώματα, σε όλο
το σπίτι. Απαλά, αλλά μερικές φορές με
δύναμη, είναι στιγμές που τα σπρώχνω,
τα πιέζω μέχρι να ασπρίσουν οι άκρες,
τα τρίβω κοιτάζοντας τα λευκά σημάδια
στα νύχια. Τα τρίβω στο κρύσταλλο της
τουαλέτας που είναι άγριο. Όρθιος μπροστά
στον καθρέφτη, κοιτάζω την χρυσόμαυρη
κορνίζα του. Ακουμπάω τα δάχτυλα στο
κρύο γυαλί που είναι τραχύ και θαμπό.
Σέρνω τα δάχτυλα μου σε αυτήν την
επιφάνεια, πάνω-κάτω, χωρίς να δίνω
σημασία στο είδωλό μου. Στέκομαι ώρες
εκεί, γιατί το γνωρίζω καλά, η βεβαιότητά
μου μοιάζει με συμπαγές κίτρινο αέριο.
Όταν καθαρίσω τον καθρέφτη και το
κρύσταλλο από τη λακ, με προσοχή στη
λεπτομέρεια κι επίμονα, οι επιφάνειές
τους θα γίνουν πάλι γυαλιστερές, λαμπερές,
σα μετάξι κάτω από τα δάχτυλα. Προχθές,
που στεκόμουνα μπροστά στον καθρέφτη
με πονεμένα γόνατα, είχες φορέσει τα
σκουλαρίκια με τα μαργαριτάρια και
έμοιαζαν με μικρές λάμπες. Δύο φωτεινές
σφαίρες μέσα στο γυαλί, μισοκρυμμένες
μέσα στα μαλλιά σου αναβόσβηναν με το
που τα βούρτσιζες. Σκεφτόμουνα, πόσο
κρίμα, η λακ θα τους πάρει τη γυαλάδα κι
άπλωνα τα δάχτυλά μου ανάμεσα στις
ζεστές ρίζες των λευκών σου μαλλιών.
Το φως του μεσημεριού
έμπαινε σε δυνατές ρίγες μέσα από τη
γρίλια, έγειρα στον καναπέ, με το απλωμένο
χέρι να σχεδιάζει κύκλους στο τραπεζάκι
και ο δείκτης, όλα τα δάχτυλα μου γέμισαν
σκόνη. Ήταν μία σκόνη γκρίζα σαν στάχτη
και τόσο παχιά που έχασα τελείως την
αίσθηση της αφής, δεν τα ένιωθα πια τα
δάχτυλά μου. Η έλλειψη αυτή εξουθένωνε,
όσο το φεγγαρόφωτο έλουζε το σαλόνι από
την ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Ορθάνοιχτα
όλα, ακόμα και η εσωτερική πόρτα, κι εσύ
σκυμμένη πάνω από την κουζίνα. Κολλημένος
πίσω σου παρατηρούσα την κουτάλα στο
λευκό σου χέρι με τις λεπτές ζαρωματιές.
Σφίχτηκα πάνω σου, με έσπρωξες με την
ράχη και δεν κουνήθηκα ρούπι, με τα λυτά
σου μαλλιά δροσερά στο στέρνο μου. Έβλεπα
το λευκό χέρι να ανακατεύει τη σούπα. Η
μυρωδιά της ερχόταν μέσα από τα μαλλιά
σου, όσο εσύ ανακάτευες χωρίς σταματημό,
μέχρι τη στιγμή που ένα παχουλό μπαρμπούνι
πετάχτηκε από την κατσαρόλα. Για ένα
κλάσμα του δευτερολέπτου στάθηκε στον
αέρα, έπειτα έκανε μία σβέλτη τούμπα
και βούτηξε στην κατσαρόλα χωρίς να
τινάξει ούτε σταγόνα. Στην επιφάνεια
της σούπας φάνηκαν ομόκεντροι κύκλοι
που άπλωναν ως τα τοιχώματα της κατσαρόλας,
τι με σφίγγεις, ρώτησες, αφού το ξέρεις
πως όταν δεις ψάρι στον ύπνο σου είναι
μεγάλη λαχτάρα, άσε με, άντε φύγε.
Έφυγα, μαζί φύγαμε,
κάναμε εκείνη τη μεγάλη βόλτα, όσο τα
μαλλιά σου ήταν ακόμα ξανθά. Ξεκινήσαμε
από τον αμαξωτό δρόμο, και λίγο-λίγο
φτάσαμε στην αποβάθρα κάτω από τα γκρίζα
σύννεφα, που ήταν χαμηλή, για μικρές
βάρκες και παιδιά που ψαρεύουν. Αργά το
απόγευμα μπροστά στην ακύμαντη θάλασσα
ανασαίναμε βαθιά ο ένας δίπλα στον άλλο
για πολλή ώρα. Οι ώμοι μας ενώνονταν κι
αλμύρα τέντωνε το δέρμα μας. Με το λίγο
που στράφηκα προς τα αριστερά ένα φίδι
κουλουριασμένο, το είδες κι εσύ, χοντρό
με καστανές βούλες, αλλά δεν σε πρόλαβα.
Άρχισες να φωνάζεις, όχι λέξεις, μόνο
κραυγές, και εκείνο όρμησε και τυλίχτηκε
τρεις φορές γύρω από τη μέση σου. Το
γράπωσες από το λαιμό, σφάδαζε με ανοιχτό
στόμα, βοήθησέ με είπες, και το κεφάλι
να τινάζεται παντού, που να βάλω το χέρι
μου. Έκανα δύο βήματα και το είδα που
ακούμπαγε τα μακριά δόντια στο δεξί σου
στήθος, και φώναξα δυνατά, γιατί νόμισα
πως η λάκ είχε φράξει τα ρουθούνια μου
και δεν μπορούσα να πάρω αναπνοή.
Έγειρες πάνω μου για
παρηγοριά κι άκουσα το ψιλόβροχο στη
στέγη. Ήσουνα ζεστή όταν έβαλες το χέρι
στο μάγουλό μου και είπες να σηκωθώ,
έπρεπε να πάμε στη μάνα σου που ήθελες
να της κόψεις τα μαλλιά. Έχεις ψαλίδι,
ρώτησα, κι έβγαλες ένα από την τσέπη
σου, έμοιαζε με πουλί με μακρύ ράμφος.
Φύσηξε ένας δυνατός αέρας, μια ριπή από
σταγόνες βροχής, κι έπιασες να κόβεις
με το πελαργίσιο ράμφος που ανοιγόκλεινε
ολοένα και πιο γρήγορα. Έκλεινε τα μάτια,
για να ακούσει το τσικ-τσακ και το θόρυβο
που έκαναν οι μακριές τούφες πέφτοντας
στο πάτωμα από πατημένο χώμα, στην αυλή,
μέσα στον υγρό ίσκιο της μουριάς. Όταν
πέταξες μακριά το ψαλίδι, γονάτισες και
ακούμπησες το κεφάλι σου στα γόνατά
της, μανούλα μου είπες, κι εκείνη, με τα
μάτια ακόμα κλειστά, έπιασε να σε
χαϊδεύει. Γονάτισα δίπλα σου, έβαλα το
κεφάλι μου στο αριστερό της γόνατο,
χούφτωσα το χέρι στο κεφάλι σου και με
ανοιχτό στόμα κατάπια την αναπνοή σου
που μύριζε ψωμί. Το χώμα ήταν μουσκεμένο.
Η βροχή λυσσομανάει
στην ταράτσα. Τα μαλλιά σου πέφτουνε
στο πάτωμα, όσο γυρίζεις τους διαδρόμους
του σπιτιού. Βαδίζεις γρήγορα, δεν μπορώ
να σε δω, ακολουθώ το τρίχινο μονοπάτι
και το σβήνω με μια αναμαλλιασμένη
σκούπα. Δε φοράω παπούτσια, ούτε παντόφλες,
ούτε κάλτσες, οι τρίχες κολλάνε στις
γυμνές πατούσες μου και τις προστατεύουν
από τις κρύες πέτρες. Όσο παχαίνει το
στρώμα από τρίχες, τόσο πιο αργά περπατάω,
τα βήματα μου βαραίνουν και αναγκάζομαι
να στηρίξω τις παλάμες μου στους άγριους
τοίχους για να σπρώξω μπροστά το κορμί
μου. Δε σε ακούω πια, γιατί τα βήματά σου
έσβησαν και ρωτάω φωναχτά, πόσο μακριά
είσαι. Δεν ακούω τη φωνή μου, μόνο το
ανεμοβρόχι, μέχρι τη στιγμή που ο
αντίλαλος της βαριάς πόρτας ξεκινά την
ταλάντωση των άδειων τοίχων.
Subscribe to:
Posts (Atom)