Wednesday, 1 February 2012
Σε λίγο θα αρχίσει να βρέχει
Συννέφιασε πάλι. Να μην ξεχάσω να βάλω βενζίνη, χθες βράδυ μου άναψε το λαμπάκι. Σε εκείνο το βενζινάδικο στη διασταύρωση θα πάω. Θα είναι ανοιχτό. Δεν πιστεύω να βρέξει. Λοιπόν. Ήρθε η ώρα. Κάτσε, να ανάψω ένα τσιγάρο ακόμα. Μου αρέσει να καπνίζω στην κουζίνα. Κάθομαι δίπλα στην στόφα. Χαζεύω έξω απ' το παράθυρο. Τώρα είναι σκοτάδι και δεν βλέπω τίποτα. Μου αρέσει όμως. Είναι ζεστά και άνετα. Στενοχωριέμαι που δεν θα μπορώ να καπνίζω πια εδώ. Λυπάμαι πραγματικά. Τουλάχιστον, θα σταματήσω να την ακούω να βροντάει τα πιάτα στο νεροχύτη. Και να ξεκουφαίνομαι με τα αυτά τα τραγούδια που βάζει στο ράδιο. Και να την βλέπω μέρα νύχτα με αυτήν την λεκιασμένη ρόμπα. Να ζαρώνει το μέτωπό της. Όπως τώρα. Αυτήν την βαθιά ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια. Βαθαίνει ολοένα και πιο πολύ. Όσο περνάνε τα χρόνια. Τα ρημάδια τα χρόνια. Αυτή η ρυτίδα με αηδιάζει. Με κάνει να την σιχαίνομαι. Να γυρίζω τα μούτρα μου από την άλλη. Μα εκείνη φροντίζει να στέκεται ακριβώς απέναντι. Πως τα καταφέρνει πάντα. Να την βλέπω μπροστά μου συνέχεια. Τι να πεις. Χαμένα πήγανε τα λόγια. Άντε. Τραβάω την τελευταία ρουφηξιά. Δεν ανάβω άλλο.
Κάθεται απέναντί μου σιωπηλός, πάει ώρα πολλή που σταμάτησε να μιλάει, κατάφερε να βγάλει το σκασμό τελικά, φουμάρει συνέχεια, ανάβει το ένα τσιγάρο με το άλλο, τι θεριακλής, τα μάτια κάτω όμως, κάνει πως νιώθει τύψεις, εντάξει, σε πιστέψαμε, αφού σε περιμένει το πουτανάκι σου, τι θες τώρα, νομίζει πως δεν είδα που με κοίταζε από πάνω μέχρι την ώρα που του έφτιαχνα τον καφέ, μα τι στο διάολο τελοσπάντων, με συγκρίνει με την καινούρια, με μετράει, ώρα είναι να μας πει πως το ξανασκέφτεται, αφού πνίγεσαι εδώ μέσα, ασφυκτιάς είπες, γιατί καθυστερείς, άντε παιδάκι μου, άντε να μου αδειάσει τη γωνιά μια ώρα αρχύτερα, να τελειώνουμε, φύγε λέμε, για δες τον πως έχει στρογγυλοκάτσει, που θα πάει άραγε άμα φύγει, βρε μπας και δεν το'χει σκοπό, σε λίγο θα αρχίσει να βρέχει, που θα τρέχει ξημερώματα μές την βροχή, να του έλεγα να μείνει μέχρι αύριο, μπα, αυτός φαγώθηκε να φύγει κι εγώ θα του λέω να κάτσει, να φύγει, αλλά μήπως άρχισε να μετανιώνει, αφού δε σηκώνεται να ξεκουμπιστεί, είναι εγωιστής, δε θα θέλει να το παραδεχτεί, μπορεί και να μετάνιωσε, λέω να του το πω, όχι, άστο καλύτερα, ανάβει τσιγάρο πάλι, δε θέλω να φύγει, δε λέω τίποτα, όχι, θα πεθάνω.
Η πόρτα του μπάνιου είναι μισόκλειστη. Από μακριά μοιάζει κλειστή, αλλά αν πλησιάσει κάποιος θα διαπιστώσει ότι είναι ανοιχτή ίσα-ίσα, μία λεπτή λωρίδα φωτός και το νερό να κουδουνίζει πάνω στην πορσελάνη της μπανιέρας. Η πόρτα είναι βαμμένη με καφέ λαδομπογιά, που έχει ξεφλουδίσει κατά τόπους, κυρίως στις γωνίες και γύρω από το πόμολο. Ο ήχος του νερού από το ντους ακούγεται εδώ και αρκετή ώρα, χωρίς διακοπή, θα είναι τουλάχιστον ένα μισάωρο, μπορεί και περισσότερο, ο καθρέφτης θα έχει θολώσει με της υδρατμούς, τα πλακάκια θα γλιστράνε και το τζάμι του παραθύρου θα είναι πλέον αδιαπέραστο.
Ο θόρυβος από το νερό φτάνει μέχρι το διάδρομο που οδηγεί στην κουζίνα, δεν υπάρχει πόρτα, μόνο ένα άνοιγμα, δίπλα του το ψυγείο φωσφορίζει λευκό στο μισοσκόταδο βουίζοντας απαλά. Ο αέρας μυρίζει ανεπαίσθητα τηγανισμένο λάδι, είναι κάπως κρύος, έχει ψύχρα εδώ μέσα. Μέσα στο μικρό νεροχύτη, κάτω από τις χοντρές κουρτίνες που φράζουν το παράθυρο, δύο λερωμένα πιάτα, το ένα πάνω στο άλλο, ξεραμένη κόκκινη σάλτσα, λίπος παγωμένο σε πιρούνια. Στο κέντρο του δωματίου το στιβαρό τραπέζι, φτιαγμένο από σκουρόχρωμο ξύλο, με την επιφάνειά του ακάλυπτη, γεμάτη δαχτυλιές, και στη μέση ένα σταχτοδοχείο, μεγάλο σαν πιατέλα. Το τασάκι είναι γεμάτο γόπες τσιγάρων, φτάνουν μέχρι τα τοιχώματα που σηκώνονται απότομα, ένα γωνιώδες προφίλ, τα αποτσίγαρα, άλλα καπνισμένα μέχρι το φίλτρο κι άλλα σχεδόν άθικτα. Μοιάζουν φυτεμένα μέσα στο κεραμικό δοχείο, στέκουν όρθια, σαν σαρκώδεις μίσχοι κιτρινιάρικων φυτών κολοβωμένοι, και γύρω από το τασάκι στάχτες, δυο-τρεις ζαρωμένες χαρτοπετσέτες κι ένα κουτί σπίρτα.
Ο θόρυβος από το νερό φτάνει μέχρι το διάδρομο που οδηγεί στην κουζίνα, δεν υπάρχει πόρτα, μόνο ένα άνοιγμα, δίπλα του το ψυγείο φωσφορίζει λευκό στο μισοσκόταδο βουίζοντας απαλά. Ο αέρας μυρίζει ανεπαίσθητα τηγανισμένο λάδι, είναι κάπως κρύος, έχει ψύχρα εδώ μέσα. Μέσα στο μικρό νεροχύτη, κάτω από τις χοντρές κουρτίνες που φράζουν το παράθυρο, δύο λερωμένα πιάτα, το ένα πάνω στο άλλο, ξεραμένη κόκκινη σάλτσα, λίπος παγωμένο σε πιρούνια. Στο κέντρο του δωματίου το στιβαρό τραπέζι, φτιαγμένο από σκουρόχρωμο ξύλο, με την επιφάνειά του ακάλυπτη, γεμάτη δαχτυλιές, και στη μέση ένα σταχτοδοχείο, μεγάλο σαν πιατέλα. Το τασάκι είναι γεμάτο γόπες τσιγάρων, φτάνουν μέχρι τα τοιχώματα που σηκώνονται απότομα, ένα γωνιώδες προφίλ, τα αποτσίγαρα, άλλα καπνισμένα μέχρι το φίλτρο κι άλλα σχεδόν άθικτα. Μοιάζουν φυτεμένα μέσα στο κεραμικό δοχείο, στέκουν όρθια, σαν σαρκώδεις μίσχοι κιτρινιάρικων φυτών κολοβωμένοι, και γύρω από το τασάκι στάχτες, δυο-τρεις ζαρωμένες χαρτοπετσέτες κι ένα κουτί σπίρτα.
Ακριβώς απέναντι από την κουζίνα βρίσκεται η πόρτα της κρεβατοκάμαρας, τι μικρό αυτό το σπίτι, μια σταλιά, η πόρτα της κρεβατοκάμαρας, κλειστή, αλλά όχι με το κλειδί. Το κρεβάτι άθικτο, τα σκεπάσματα τεντωμένα με μαεστρία, εκτός από της ζάρες στο κάτω μέρος της πλευράς της τον τοίχο, ίσως και μία μικρή λακκούβα, ένα ακανόνιστο βαθούλωμα. Στο κομοδίνο, δίπλα στο αναμμένο πορτατίφ μία μικρή στίβα χοντρά βιβλία, σελίδες από ματ χαρτί, γκριζωπό, κι ένα κοντό ποτήρι, ένα κοινό ποτήρι χωρίς καμιά διακόσμηση, θολό γυαλί μισογεμάτο με υγρό στο χρώμα του μελιού. Ένα ζευγάρι γυναικείες παντόφλες πεταμένες στο πλάι του κρεβατιού, μπροστά στην μεγάλη ντουλάπα, με το δεξί φύλλο ορθάνοιχτο. Διακρίνεται μία αρμαθιά άδειες κρεμάστρες, η μία δίπλα στην άλλη, σχεδόν ευθυγραμμισμένες, οι ράχες τους στραφταλίζουν χωρίς ίχνος σκόνης, αν περάσει κανείς το χέρι από πάνω τους, θα κροταλίσουν ευχάριστα, ίσως και μουσικά. Πίσω από το κεφαλάρι του κρεβατιού, χωμένη κάτω από το τεράστιο κρεβάτι, σχεδόν αόρατη, μία πατσαβουριασμένη αντρική φανέλα.
Μεσοτοιχία με την κρεβατοκάμαρα το καθιστικό, στο μπροστινό μέρος του σπιτιού, με ένα φαρδύ καναπέ μπροστά στην ανοιχτή τηλεόραση, το ριχτάρι τραβηγμένο αποκαλύπτει τη φαγωμένη ταπετσαρία κι ένα μαξιλάρι ριγμένο στο πάτωμα. Καθώς η τηλεόραση παίζει με τον ήχο κλεισμένο, πίσω της οι τραβηγμένες κουρτίνες αφήνουν να φανεί ένας μικρός χορταριασμένος κήπος και στο πλάι ένας αλουμινένιος κάδος σκουπιδιών κάτω από έναν σκουρογάλανο ουρανό, στο βάθος η μέρα ασπρίζει, όμως τα σύννεφα έχουν μαζευτεί, βαραίνουν τον ορίζοντα σε λίγο οι στάλες θα αρχίσουν να πέφτουν, πυκνές, σχεδόν συμπαγείς, η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος θα εισβάλει από τον μισάνοιχτο φεγγίτη του διαδρόμου και ο ήχος της βροχής θα σκεπάσει τον θόρυβο από το ντους, όσο το νερό θα ξεπλένει από τη σκόνη του καλοκαιριού την ορθάνοιχτη καγγελόπορτα της αυλής.
Μεσοτοιχία με την κρεβατοκάμαρα το καθιστικό, στο μπροστινό μέρος του σπιτιού, με ένα φαρδύ καναπέ μπροστά στην ανοιχτή τηλεόραση, το ριχτάρι τραβηγμένο αποκαλύπτει τη φαγωμένη ταπετσαρία κι ένα μαξιλάρι ριγμένο στο πάτωμα. Καθώς η τηλεόραση παίζει με τον ήχο κλεισμένο, πίσω της οι τραβηγμένες κουρτίνες αφήνουν να φανεί ένας μικρός χορταριασμένος κήπος και στο πλάι ένας αλουμινένιος κάδος σκουπιδιών κάτω από έναν σκουρογάλανο ουρανό, στο βάθος η μέρα ασπρίζει, όμως τα σύννεφα έχουν μαζευτεί, βαραίνουν τον ορίζοντα σε λίγο οι στάλες θα αρχίσουν να πέφτουν, πυκνές, σχεδόν συμπαγείς, η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος θα εισβάλει από τον μισάνοιχτο φεγγίτη του διαδρόμου και ο ήχος της βροχής θα σκεπάσει τον θόρυβο από το ντους, όσο το νερό θα ξεπλένει από τη σκόνη του καλοκαιριού την ορθάνοιχτη καγγελόπορτα της αυλής.
-Συννέφιασε πάλι.
-Ναι.
-Έχω απλώσει ρούχα.
-Να τα μαζέψω.
-Άστα.
-Δε με πειράζει, προλαβαίνω.
-Άστα σου είπα.
-Όπως θες.
-Θες να φύγεις τώρα.
-Ναι, λέω να πηγαίνω.
-Άφησες κάτι πουλόβερ στην ντουλάπα.
-Τα φοράς κι εσύ, κράτα τα.
-Πάρτα καλύτερα.
-Θα σου αφήσω το μπλε.
-Θα βρέξει.
-Το πολύ πολύ να ρίξει καμιά ψιχάλα.
-Ο ουρανός είναι μπουκωμένος.
-Για να δω.
-Σκέτη μαυρίλα. Θα ρίξει πολύ νερό.
-Όχι μωρέ.
-Ναι, καλά.
-Λοιπόν, πάω.
-Να προσέχεις στο δρόμο.
-Εντάξει. Αντίο.
-Γεια.
-Ναι.
-Έχω απλώσει ρούχα.
-Να τα μαζέψω.
-Άστα.
-Δε με πειράζει, προλαβαίνω.
-Άστα σου είπα.
-Όπως θες.
-Θες να φύγεις τώρα.
-Ναι, λέω να πηγαίνω.
-Άφησες κάτι πουλόβερ στην ντουλάπα.
-Τα φοράς κι εσύ, κράτα τα.
-Πάρτα καλύτερα.
-Θα σου αφήσω το μπλε.
-Θα βρέξει.
-Το πολύ πολύ να ρίξει καμιά ψιχάλα.
-Ο ουρανός είναι μπουκωμένος.
-Για να δω.
-Σκέτη μαυρίλα. Θα ρίξει πολύ νερό.
-Όχι μωρέ.
-Ναι, καλά.
-Λοιπόν, πάω.
-Να προσέχεις στο δρόμο.
-Εντάξει. Αντίο.
-Γεια.
Subscribe to:
Posts (Atom)